Γερμανικό υποβρύχιο U 133

Τον χειμώνα του 2011 η καταδυτική ομάδα του Αντώνη Γράφα καταδύθηκε, βιντεοσκόπησε και φωτογράφησε το γνωστό ναυάγιο του γερμανικού υποβρυχίου U-133 στον βυθό του Αργοσαρωνικού κόλπου.

Η δράση και η βύθιση του γερμανικού υποβρυχίου U-133 ιδωμένη μέσα από τα ιστορικά αρχεία, τα ημερολόγια πολέμου και την έρευνα πεδίου.

Mέρος  A
Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ένα από τα κύρια όπλα που συνέβαλε σημαντικά και αμετάκλητα στις θαλάσσιες πολεμικές επιχειρήσεις, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη και την έκβαση του πολέμου, ήταν το υποβρύχιο όπλο. Από τα ναυτικά επιτελεία όλων των εμπόλεμων, εκείνο το οποίο έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην τεχνική εξέλιξη και την υψηλή παραγωγή του όπλου αυτού, ήδη πριν από την αρχή του πολέμου, ήταν η διοίκηση του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, της Kriegsmarine, στην οποία υπεύθυνος για τα υποβρύχια είχε τεθεί από το 1936 ο ναύαρχος Karl Donitz. Ο Donitz, ο οποίος κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε υπηρετήσει αρχικά στο ελαφρύ καταδρομικό S.M.S. BRESLAU και μετά στα υποβρύχια U-39 και UC-25, γνώριζε εξ ιδίας πείρας την αποτελεσματικότητα και τις δυνατότητες των υποβρυχίων, τα οποία είχαν δοκιμασθεί με μεγάλη επιτυχία και πρωτοφανή αποτελέσματα κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το 1935 μετά την απόρριψη από την γερμανική πλευρά, και με την ταυτόχρονη βρετανική ανοχή, της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία αναγνώρισε, μονόπλευρα, το δικαίωμά της για την σύσταση ενός άμεσου και ισχυρού στρατιωτικού εξοπλιστικού προγράμματος. Ανάμεσα στα όπλα, των οποίων η παραγωγή είχε τεθεί σαν κύρια προτεραιότητα, ήταν και τα υποβρύχια, την ευθύνη των οποίων ανέλαβε τον ίδιο χρόνο ο Karl Donitz, για να τεθεί στην συνέχεια, από το 1936, στην θέση του «Γενικού Διοικητή των Υποβρυχίων» (γερμ. Befehlshaber der U-Boote). Ο Donitz – ο οποίος υπηρέτησε σαν ανώτατος διοικητής των υποβρυχίων καθ΄ όλη την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και συνέβαλε στην ανάπτυξη και την διάδοση του γερμανικού υποβρύχιου όπλου, σε όλες τις θάλασσες του κόσμου και σε όλα τα θαλάσσια μέτωπα – υπήρξε ένας φανατικός υπέρμαχος των υποβρυχίων. Ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι η νίκη των γερμανικών όπλων θα προέκυπτε μόνο σαν απόρροια της υποβρύχιας γερμανικής υπεροχής. Το πρώτο κύριο μέτωπο για τον υποβρύχιο πόλεμο, το οποίο προέκυψε αμέσως μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939, ήταν η αποκαλούμενη «Μάχη του Ατλαντικού» στην οποία τα υποβρύχια αποτέλεσαν το κατεξοχήν επιθετικό πολεμικό μέσο του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού. Επιτελικός στόχος της Ανώτατης Ναυτικής Διοίκησης της Kriegsmarine, καθ΄ όλη την διάρκεια της Μάχης του Ατλαντικού, ήταν η απομόνωση και ο ναυτικός αποκλεισμός της Βρετανίας, με αποτέλεσμα την εσωτερική και εξωτερική κατάρρευση των στρατιωτικών, πολιτικών και κοινωνικών δομών και ισορροπιών, γεγονός το οποίο θα εξασθενούσε άμεσα την Βρετανική Αυτοκρατορία, οδηγώντας την στην πολυπόθητη, για τους Γερμανούς, ήττα. Ήταν μια τακτική η οποία κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο είχε δοκιμασθεί με επιτυχία κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εισαγωγή βασικών προϊόντων και πρώτων υλών από χώρες του εξωτερικού, στην οποία στηριζόταν και στηρίζεται η οικονομική ύπαρξη της Βρετανίας, αποτέλεσε και στους δυο παγκόσμιους πολέμους την αχίλλειο πτέρνα της βρετανικής νήσου. Τα γερμανικά υποβρύχια, τα οποία κατά την διάρκεια της Μάχης του Ατλαντικού βύθισαν πάνω από 4.000 πλοία, συνολικού τονάζ 14,3 εκατομμυρίων τόνων – ανάμεσα τους και 400 περίπου ελληνικά εμπορικά ατμόπλοια – υπήρξαν η αιχμή του δόρατος της γερμανικής πολεμικής μηχανής στην θάλασσα, η οποία προσπάθησε να θέση υπό συντριπτική πίεση την Βρετανική Αυτοκρατορία, αποκόβοντας τους δρόμους ανεφοδιασμού της στον Ατλαντικό. Στην Μάχη του Ατλαντικού, η οποία κράτησε καθ΄ όλη την διάρκεια του πολέμου, συμμετείχε, ανάμεσα στα εκατοντάδες γερμανικά υποβρύχια, και το αντικείμενο του πονήματος αυτού, το υποβρύχιο U-133, το οποίο πραγματοποίησε δυο πολεμικές περιπολίες στον βόρειο και τον κεντρικό Ατλαντικό.

Από τον χειμώνα του 1941, αμέσως μετά την πτώση της Γαλλίας και την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, ένα νέο πεδίο πολεμικών δραστηριοτήτων άρχισε να αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τις αντίπαλες δυνάμεις, η Μεσόγειος. Η αδυναμία της Ιταλίας, όχι μόνο στο να συμβάλει στον συσχετισμό δυνάμεων, έτσι ώστε η Μεσόγειος να περιέλθει υπό τον έλεγχο του Άξονα, αλλά και η γενικότερη αδυναμία της να κρατήσει υπό έλεγχο τα μέχρι τότε κεκτημένα, οδήγησε το γερμανικό ανώτατο επιτελείο σε δυο σημαντικές στρατηγικές και τακτικές κινήσεις, στην Βορειοαφρικανική και στην Βαλκανική Εκστρατεία. Μετά την αποπεράτωση της Βαλκανικής Εκστρατείας, η οποία τελείωσε με την κατάληψη της Κρήτης, τον Μάιο του 1941, και την επιτυχή αντεπίθεση στην βόρεια Αφρική του στρατηγού Erwin Rommel με το Afrikakorps, τρεις ήταν οι κύριες προτεραιότητες του γερμανικού στρατού: Η επίθεση ενάντια στην Σοβιετική Ένωση, η επιτυχής εξέλιξη της Βορειοαφρικανικής Εκστρατείας και η συνέχιση της Μάχης του Ατλαντικού. Οι δύο πρώτες είχαν σκοπό τον έλεγχο των πηγών ενέργειας, τα πετρέλαια του Μπακού και της Αραβικής Χερσονήσου, ενώ η τρίτη την εξουθένωση της Μεγάλης Βρετανίας.

Η σημαντικότητα του πολέμου στην Κυρηναϊκή και η γενικότερη σημασία της γερμανικής Βορειοαφρικανικής Εκστρατείας, οδήγησε την Ανώτατη Ναυτική Διοίκηση του Γ΄ Ράιχ να στείλει τον Σεπτέμβρη του 1941 έξι υποβρύχια στην Μεσόγειο, με σκοπό τον θαλάσσιο αποκλεισμό του βρετανικού Tobruk, το οποίο αντιστεκόταν σθεναρά στον στρατό του Erwin Rommel. Τα υποβρύχια αυτά αποτέλεσαν τον πρώτο γερμανικό στολίσκο υποβρυχίων στην Μεσόγειο, τον 23ο, και είχαν σαν βάση τους τον ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Μέχρι το τέλος του ίδιου χρόνου στάλθηκαν κι΄ άλλα υποβρύχια στην Μεσόγειο, αν και αυτά θα έπρεπε να αποτραβηχτούν από την πολύ σημαντική για τον Άξονα, Μάχη του Ατλαντικού. Έτσι στις αρχές Ιανουαρίου του 1942 – αμέσως μετά την σύσταση και του 29ου Στολίσκου Υποβρυχίων, με βάση του την La Spezia της Ιταλίας και την Pola της Κροατίας, στα τέλη Οκτωβρίου του 1941 – 25 γερμανικά υποβρύχια επιχειρούσαν στην Μεσόγειο, εκ΄ των οποίων τα οχτώ ξεκινούσαν τις πολεμικές περιπολίες τους από τον ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Ανάμεσα στα υποβρύχια αυτά εντάσσεται και το υποβρύχιο U-133, το οποίο βρίσκεται μέχρι σήμερα βυθισμένο στα βορειοανατολικά της Αίγινας.

Από τα 65 γερμανικά υποβρύχια που έδρασαν στην Μεσόγειο, κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κανένα δεν κατάφερε να μην βυθιστεί. Τα 24 από τα υποβρύχια αυτά βυθίστηκαν αύτανδρα από εχθρικά πυρρά, ενίοτε και φιλικά, οδηγώντας τις στατιστικές θανάτου του υποβρύχιου όπλου στα ύψη. Οι συνολικές απώλειες των πληρωμάτων των γερμανικών υποβρυχίων, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανήλθαν χονδρικά στις 30.000 άτομα, από τα συνολικά 40.000 καταταγμένα. Αυτό αποτελεί το 75% του ανθρώπινου δυναμικού του συγκεκριμένου όπλου. Από τα συνολικά 863 γερμανικά υποβρύχια που πολέμησαν σε όλα τα θαλάσσια μέτωπα, τα 784 βυθίστηκαν. Το τέλος του πολέμου βρήκε έξι από τα υποβρύχια αυτά βυθισμένα στην ευρύτερη ελληνική επικράτεια. Εκτός του U-133 τα υπόλοιπα πέντε υποβρύχια που βυθίστηκαν ήταν το U-557 († 16.12.1941, από φίλια πυρά δυτικά της Κρήτης), το U-453 († 21.5.1944, στο Ιόνιο), το U-407 († 19.9.1944, στα νότια της Μήλου), το U-565 († 29.9.1944, στην Σαλαμίνα), και το U-596 († 30.9.1944, στον Σκαραμαγκά).

Από τα υποβρύχια αυτά το μόνο το οποίο έχει επακριβώς εντοπισθεί και το οποίο είναι επισκέψιμο, είναι το U-133 το οποίο βρίσκεται βυθισμένο βορειοανατολικά του Τούρλου Αιγίνης. Το γεγονός αυτό αναγάγει το συγκεκριμένο ναυάγιο στο μοναδικό μέχρι στιγμής προσβάσιμο γερμανικό υποβρύχιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.

Το U-133, του οποίου η ιστορική σημασία είναι ιδιαίτερα σημαντική, ανακαλύφθηκε τυχαία το 1986 από τους επαγγελματίες δύτες Ευστάθιο Μπαραμάτη και Θεόφιλο Κλήμη. Ταυτοποιήθηκε σαν το γερμανικό υποβρύχιο U-133, την δεκαετία του ΄90, από τον επαγγελματία δύτη Κώστα Θωκταρίδη, ενώ παράλληλα αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας και για τον δύτη-ερευνητή Αριστοτέλη Ζερβούδη.

Αν και η αναμφισβήτητη κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας, στην Μεσόγειο Θάλασσα, εδραιώθηκε ήδη από τον 18ο αιώνα, η κύρια και σημαντικότερη αιτία για την περαιτέρω ισχυροποίησή της αποτέλεσε η αποπεράτωση της κατασκευής της διώρυγας του Σουέζ το 1869. Αμέσως μετά το επίσημο άνοιγμα της διώρυγας στην ναυσιπλοΐα, στις 17 Νοεμβρίου 1869, ολοκληρώθηκε η δραστική συντόμευση των θαλάσσιων ταξιδιών ανάμεσα στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και τις αποικίες της στην Ινδία, στην Άπω Ανατολή, και στις πετρελαιοπηγές της Αραβίας και του Περσικού Κόλπου. Για να κρατήσει τους θαλάσσιους δρόμους της Μεσογείου ανοιχτούς, η Βρετανική Αυτοκρατορία στηρίχθηκε αφενός στον ισχυρό της στόλο, και αφετέρου στις στρατιωτικές ναυτικές της βάσεις, οι κύριες των οποίων ήταν το Γιβραλτάρ, η Μάλτα, η Κύπρος, η Αλεξάνδρεια, και το Πορτ Σάιντ. Αν και κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η βρετανική κυριαρχία αμφισβητήθηκε έντονα και δραματικά από την δράση των γερμανικών υποβρυχίων, το τέλος του βρήκε την Βρετανική Αυτοκρατορία να παραμένει κυρίαρχη στον χώρο της Μεσογείου.

Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου οι πολιτικές συνθήκες στην περιοχή της Μεσογείου, και ο από αυτές απορρέων αμφίδρομος συσχετισμός δυνάμεων, παρέμειναν σχετικά σταθερές μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄30. Η δράση του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στην Γερμανία, του NDAP (Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei), στις αρχές της νέας δεκαετίας, οι γερμανικές διαδηλώσεις ενάντια στην Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1932, η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1933, τα υπερσύγχρονα γερμανικά εξοπλιστικά προγράμματα, η ιταλική επίθεση ενάντια στην Αιθιοπία το 1935, οι ανακοινώσεις του Benito Mussolini για μια «Νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», και τέλος η σύσταση του αποκαλούμενου «Άξονα» Βερολίνου – Ρώμης το 1936, οδήγησε σε τριγμό τις ευαίσθητες ισορροπίες δυνάμεων της περιοχής, καθώς η Ιταλία άρχισε να διεκδικεί δυναμικά την Μεσόγειο αποκαλώντας την πλέον ευθέως «marenostrum». Ο μοχλός των διεκδικήσεων του Mussolini στηρίζονταν κυρίως στην ιταλική πολεμική μηχανή, της οποίας οι πιο υπολογίσιμες δυνάμεις ήταν αφενός η ισχυρή πολεμική της αεροπορία, η RegiaAeronautica, και αφετέρου το πολεμικό της ναυτικό, η RegiaMarina. Το τελευταίο, παρ΄ όλη την ανάπτυξή του και την δυνατότητά του να κινητοποιήσει πέρα από τις μονάδες επιφανείας και 120 υποβρύχια, δεν ήταν σε θέση, την περίοδο αυτή, να απειλήσει σοβαρά την βρετανική ισχύ στην Μεσόγειο. Δυο επιπλέον παράγοντες, που ενίσχυαν περαιτέρω τις ιταλικές διεκδικήσεις, ήταν η αποικιακή πολιτική της ιταλικής κυβέρνησης, και η ταυτόχρονη παρουσία ισχυρών δυνάμεων στρατού στις στρατηγικές βάσεις των ιταλικών αποικιών της βόρειας Αφρικής, των Δωδεκανήσων, και της Αβησσυνίας.

Η βρετανική κυβέρνηση – παρακολουθώντας τις διεθνείς εξελίξεις και βλέποντας στον ορίζοντα βαριά τα σύννεφα του πολέμου – ψήφισε στις 30 Ιανουαρίου 1939 ένα πολεμικό σχέδιο του Βρετανικού Ναυαρχείου, το οποίο είχε σαν προτεραιότητα δυο κύριους στόχους, την διασφάλιση των θαλάσσιων δρόμων στον βόρειο Ατλαντικό, και την διατήρηση της βρετανικής ισχύος στην Μεσόγειο. Ο πρώτος στόχος, ο οποίος αμέσως μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έμελλε να οδηγήσει σε αυτό που ονομάστηκε «Μάχη του Ατλαντικού», είχε σαν κύριο σκοπό την ίδια την ύπαρξη της βρετανικής νήσου, ο δεύτερος στόχος είχε σαν σκοπό την διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας στην Μεσόγειο, και σαν συνέπεια την από αυτήν απορρέουσα κυριαρχία στις περιοχές των πηγών ενέργειας, των πετρελαίων της Αραβικής Χερσονήσου.

Η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, δεν μετέβαλε ουσιαστικά την βρετανική ισχύ στην Μεσόγειο, αν και ταυτόχρονα η Μάχη του Ατλαντικού εξαντλούσε με γρήγορους ρυθμούς τις δυνάμεις της Μεγάλης Βρετανίας, της οποίας οι νηοπομπές δέχονταν συνεχείς επιθέσεις από τα γερμανικά υποβρύχια. Αν και ο βρετανικός εμπορικός στόλος είχε αρχίσει ήδη από την άνοιξη του 1940 να ταξιδεύει παραπλέοντας το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτόν την Μεσόγειο, το βρετανικό βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό, το Royal Navy, εξακολούθησε να παραμένει ο κυρίαρχος της Μεσογείου, στηριζόμενος στο τρίπτυχο των πολεμικών του βάσεων, το Γιβραλτάρ, την Μάλτα, και την Αλεξάνδρεια. Όταν στις 10 Ιουνίου του 1940 η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο, δίπλα στο πλευρό των Γερμανών, φάνηκε αμέσως ότι οι καταστάσεις δεν επρόκειτο να αλλάξουν. Η παντελής αδυναμία του ιταλικού στρατού να δημιουργήσει και να στηρίξει ένα οργανωμένο πλάνο επιχειρήσεων, έδειξε τις έντονες εσωτερικές αντιθέσεις ανάμεσα στα μεγαλεπήβολα σχέδια του Benito Mussolini και τις περιορισμένες δυνατότητες του στρατού του.

Η ήττα της Γαλλίας, τον Ιούνιο του 1940, και η με αυτή συνδεόμενη καταστροφή του γαλλικού στόλου, ο οποίος αποτελούσε το σημαντικότερο στήριγμα του βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού στην Μεσόγειο, οδήγησε στην ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή. Μετά το γεγονός αυτό, το Βρετανικό Ναυαρχείο αποφάσισε να αποσύρει τις δυνάμεις του από την ανατολική Μεσόγειο και να τις μεταφέρει στο Γιβραλτάρ, καθώς φαινόταν αδύνατη πλέον η διατήρηση του ελέγχου της ευρύτερης περιοχής. Την κρίσιμη αυτή στιγμή επενέβη δυναμικά ο Winston Churchill εμποδίζοντας την πραγματοποίηση της επιχείρησης. Ο λόγος που τον οδήγησε στην κίνηση αυτή ήταν αφενός ο φόβος του για μια πιθανή απώλεια της Μάλτας, του βρετανικού «αεροπλανοφόρου» στην Μεσόγειο, και αφετέρου της Αιγύπτου, του πυλώνα των πετρελαίων της Αραβίας.

Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1940 ο ιταλικός στρατός της Λιβύης, η οποία αποτελούσε μετά το τέλος του ιταλοτουρκικού πολέμου 1911-12 ιταλική αποικία, ξεκίνησε κάτω από τις διαταγές του στρατηγού Rodolfo Graziani γενική επίθεση ενάντια στην βρετανοκρατούμενη Αίγυπτο. Η επίθεση σταμάτησε σχεδόν αμέσως μετά την κατάληψη της αιγυπτιακής κωμόπολης Sidi Barrani, καθώς ο στρατηγός Graziani αποφάσισε να παραμείνει εκεί για να προετοιμάσει μια νέα επίθεση, η οποία θεωρούσε ότι θα τον έφερνε σε σύντομο χρονικό διάστημα μέχρι το κανάλι του Σουέζ. Λίγο καιρό αργότερα, στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Mussolini έστειλε τις στην Αλβανία συγκεντρωμένες στρατιωτικές δυνάμεις του ενάντια στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα ήταν να καταφέρει ο ελληνικός στρατός όχι μόνο να σταματήσει αμέσως την ιταλική προέλαση, αλλά και να αντεπιτεθεί καταλαμβάνοντας περιοχές των ιταλικών δυνάμεων στην νότια Αλβανία. Αμέσως μετά από τις δυο αυτές ιταλικές επιθέσεις ο Winston Churchill διέταξε την μεταφορά βρετανικών στρατευμάτων από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, γεγονός το οποίο οδήγησε στην συνέχεια, στην άμεση επίθεση του γερμανικού στρατού στα Βαλκάνια τον Απρίλη του 1941.

Δεν ήταν μόνο αυτές οι αποτυχίες που σημάδεψαν την αναξιοπιστία και την αναποτελεσματικότητα του ιταλικού στρατού, αλλά πολύ περισσότερες. Όταν ο ιταλικός πολεμικός στόλος ενεπλάκη σε ναυμαχία με το βρετανικό βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό έξω από τον Τάραντα, στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 1940 αρχικά, και στον κάβο Ματαπά στις 28 Μαρτίου 1941 στην συνέχεια, οι ιταλικές απώλειες ήταν τέτοιες που οδήγησαν την RegiaMarinaItaliana σε δραματική καταστολή, υλική και ηθική, από την οποία δεν κατάφερε να εξέλθει μέχρι την συνθηκολόγησή της στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943.

Στις 9 Δεκεμβρίου 1940, οι βρετανικές δυνάμεις της Αιγύπτου, στις οποίες προστέθηκαν η 7η Μεραρχία Τεθωρακισμένων και η 4η Ινδική Μεραρχία, άρχισαν αντεπίθεση, κάτω από τις διαταγές του στρατηγού Archibald Wavell, ενάντια στον ιταλικό στρατό που είχε προελάσει από την Κυρηναϊκή στα δυτικά της Αιγύπτου, όπως ήδη αναφέρθηκε, τον Σεπτέμβρη του 1940. Αμέσως μετά την βρετανική επίθεση όλες οι φανερές και κρυφές αδυναμίες του ιταλικού στρατού έγιναν ορατές, καθώς τα γεγονότα όχι μόνο τον ξεπέρασαν αλλά και τον οδήγησαν σε άμεση υποχώρηση. Στις 16 Δεκεμβρίου έπεσε το Sidi Barrani και η πόλη Bardia κατελήφθη μετά από λίγες ημέρες. Στις 21 Ιανουαρίου 1941 ξεκίνησε η βρετανική επίθεση ενάντια στο «φρούριο» Tobruk, το οποίο έπεσε μέσα σε 24 ώρες. Στις 30 Ιανουαρίου έπεσε η Derna. Στις 7 Φεβρουαρίου το βρετανικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής δήλωνε θριαμβευτικά, «η Βεγγάζη είναι στα χέρια μας». Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα 70.000 Ιταλοί στρατιώτες πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο κίνδυνος μιας ολοκληρωτικής ήττας του Άξονα στην βόρεια Αφρική δεν ήταν πλέον μόνο ορατός, αλλά βρισκόταν στην κυριολεξία ante portas.

Την στιγμή αυτή, βλέποντας ο Benito Mussolini το πολεμικό και πολιτικό αδιέξοδο των ιταλικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, δέχθηκε την βοήθεια που του είχε προτείνει ο Adolf Hitler, τον Ιανουάριο του 1941, την γερμανική επέμβαση στην βόρεια Αφρική. Σαν απόρροια της αποδοχής αυτής έφτασε στις 11 Φεβρουαρίου του 1941, στην Τρίπολη της Λιβύης, η γερμανική 5η Ελαφρά Μεραρχία. Στις 6 Φεβρουαρίου δόθηκε η γενική διοίκηση του γερμανικού Εκστρατευτικού Σώματος Αφρικής, του «Afrikakorps», στον στρατηγό Erwin Rommel. Στις 31 Μαρτίου, μετά την έλευση και άλλων μονάδων του Afrikakorps, ξεκίνησε η γερμανική επίθεση, κάτω από τις διαταγές του Rommel, στην Κυρηναϊκή. Με το πρώτο επιθετικό κύμα έπεσε η Marsa el Brega, η είσοδος της Κυρηναϊκής. Στις 2 Απριλίου πάρθηκε η πόλη Agedabia, η πτώση της οποίας έδωσε την δυνατότητα για μια γρήγορη προέλαση του Afrikakorps μέχρι το φρούριο Tobruk, το οποίο πολιορκήθηκε στις 11 Απριλίου. Παρ΄ όλες τις προσπάθειες του γερμανικού στρατού να το εκπορθήσει, το Tobruk άντεξε με αποτέλεσμα να οδηγήσει τον Rommel στην συνέχιση της επίθεσης, αφήνοντας προσωρινά τον βρετανικό αυτόν θύλακα στα οπίσθια του στρατού του. Η μια πόλη μετά την άλλη, κατά μήκος της βορειοαφρικανικής ακτογραμμής, έπεφτε στα χέρια του γερμανικού στρατού. Η Bardia έπεσε και μετά από μια σκληρή μάχη έπεσε και το Sollum. Η βρετανική αντεπίθεση, με το κωδικό όνομα «Battleaxe», η οποία είχε σκοπό να ανακόψει την γερμανική προέλαση, όχι μόνο απότυχε στον στόχο της, αλλά δέχτηκε ταυτόχρονα και ένα ισχυρό πλήγμα. Μετά από 72 ώρες λυσσαλέας μάχης, το αποτέλεσμα της οποίας θα έδινε στον νικητή τον έλεγχο της Κυρηναϊκής, οι Βρετανοί νικήθηκαν χάνοντας πάνω από 100 τεθωρακισμένα άρματα μάχης.

Στις 17 Ιουνίου του 1941 η γερμανική επίθεση σταμάτησε, βρίσκοντας το Afrikakorps να ελέγχει όλη την περιοχή, από την Τρίπολη μέχρι και την συνοριακή αιγυπτιακή πόλη Sollum, ανατολικά του Tobruk. Ο στρατηγός Erwin Rommel, περισσότερο γνωστός σαν η «αλεπού της ερήμου», χρησιμοποιώντας την τακτική των αναπάντεχων συνεχών επιθέσεων μέσα από την έρημο, κατάφερε με τις γρήγορες νίκες του να αναπληρώσει το χαμένο ηθικό των δυνάμεων του Άξονα, να ανακαταλάβει τις χαμένες ιταλικές θέσεις, και να διώξει τα στρατεύματα των Συμμάχων 800 χιλιόμετρα προς τα ανατολικά. Ο κύριος λόγος που τον ανάγκασε να σταματήσει στο Sollum την επίθεσή του, ήταν η άσχημη τροφοδοσία του στρατού του και η δυσκολία παροχής ενισχύσεων, οι οποίες έρχονταν με νηοπομπές, κυρίως ιταλικές, από την Ευρώπη. Το γεγονός αυτό, το οποίο αποτέλεσε την αχίλλειο πτέρνα της στρατιάς του Rommel, εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο οι Σύμμαχοι, ρίχνοντας όλη τους την ενέργεια στην βύθιση όσο περισσότερων πλοίων μπορούσαν από τις νηοπομπές του Άξονα. Τα βρετανικά υποβρύχια, με βάση τους την Αλεξάνδρεια και την Μάλτα, κατάφεραν συντριπτική ήττα στις ιταλικές νηοπομπές, δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα στην τροφοδοσία του Afrikakorps. Όταν τον Αύγουστο του 1941 οι απώλειες των νηοπομπών έφθασαν το 70% του δυναμικού τους – γεγονός το οποίο σήμαινε ότι 7 από τα 10 πλοία μεταφοράς πολεμικού υλικού, καυσίμων, φαρμάκων, τροφίμων, και ανθρώπινου δυναμικού, βυθίζονταν – το πρόβλημα οξύνθηκε σε τέτοιο βαθμό που άρχισε πλέον να κινδυνεύει ολόκληρη η γερμανική Βορειοαφρικανική Εκστρατεία.

Δίπλα στο πρόβλημα αυτό ήρθε να προστεθεί και ο παράγοντας Tobruk. Το πολιορκημένο αυτό βρετανικό φρούριο, το οποίο εξακολουθούσε να αντιστέκεται δυναμικά, αποτελούσε έναν συνεχή κίνδυνο για το Afrikakorps. Ο θαλάσσιος ανεφοδιασμός του με πολεμοφόδια, φάρμακα, τρόφιμα, και ανθρώπινο δυναμικό – με βρετανικές νηοπομπές, ερχόμενες από την Αλεξάνδρεια και το Πορτ Σάιντ – κρατούσε το φρόνημα αντίστασης των πολιορκημένων υψηλό και τον κίνδυνο να δεχθεί το Afrikakorps επίθεση εκ΄ των όπισθεν υπαρκτό. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάρρευση του μετώπου του Sollum, και σαν συνέπεια στην απώλεια ολόκληρης της Κυρηναϊκής. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον στρατηγό Rommel να ζητήσει την άμεση συνδρομή και βοήθεια του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού σε μορφή υποβρυχίων. Σκοπός του ήταν να συνεχιστεί η πολιορκία του Tobruk και από την θάλασσα, έτσι ώστε να καταρρεύσει η αλυσίδα τροφοδοσίας του και μαζί με αυτήν και η άμυνά του. Το πάρσιμο τέτοιας απόφασης ήταν δύσκολο για τον γενικό διοικητή του υποβρύχιου όπλου, ναύαρχο Karl Donitz, λόγω της μαινόμενης Μάχης του Ατλαντικού όπου η συνεχής παρουσία των γερμανικών υποβρυχίων ήταν απόλυτα αναγκαία. Μετά από προσωπική επέμβαση του Adolf Hitler όμως, ο Donitz διέταξε την αποστολή υποβρυχίων από τον Ατλαντικό στην Μεσόγειο.

Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1941 έξι υποβρύχια πέρασαν το Γιβραλτάρ κατευθυνόμενα στην Σαλαμίνα. Τον μήνα αυτό είχε δημιουργηθεί, με βάση του τον ναύσταθμο της νήσου, ο πρώτος γερμανικός στολίσκος υποβρυχίων στην Μεσόγειο, ο 23ος Στολίσκος Υποβρυχίων, με διοικητή του τον ιδιαίτερα έμπειρο στον υποβρύχιο πόλεμο υποπλοίαρχο Fritz Frauenheim. Τα υποβρύχια αυτά, καθώς και όλα τα γερμανικά υποβρύχια που έδρασαν στην Μεσόγειο μέχρι το τέλος του πολέμου, ήταν τύπου VIIC και διαλέχτηκαν λαμβάνοντας υπ΄ όψιν την ακτίνα δράσης, την ευχρηστία, τις ώρες της υποβρύχιας παραμονής, την χρονική διάρκεια των αποστολών, και την απαιτούμενη ταχύτητα των αναγκαίων επιχειρήσεων που έπρεπε να διεξαχθούν στην Μεσόγειο. Τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου συστάθηκε ένας δεύτερος υποβρυχιακός στολίσκος, ο 29ος, με βάσεις του την La Spezia της Ιταλίας και την Pola της Κροατίας. Η μετάθεση επιπλέον υποβρυχίων από τον Ατλαντικό στην Μεσόγειο, οδήγησε αμέσως σε μια δυναμική παρουσία του γερμανικού υποβρύχιου όπλου στην Μεσόγειο.

Τα υποβρύχια που επιχειρούσαν στην κεντρική και δυτική Μεσόγειο είχαν σαν βάση τους την La Spezia της Ιταλίας και την Pola, ενώ εκείνα που επιχειρούσαν στην ανατολική Μεσόγειο είχαν σαν βάση τους την Σαλαμίνα. Τα τελευταία είχαν σαν πάγιο στόχο αφενός τον θαλάσσιο αποκλεισμό του Tobruk, αφετέρου τις συνεχείς επιθέσεις ενάντια στις συμμαχικές νηοπομπές που κινούνταν από την Αλεξάνδρεια και το Πορτ Σάιντ προς το Tobruk και την Μάλτα. Οι επιθέσεις γίνονταν από ομάδες υποβρυχίων, τις αποκαλούμενες «αγέλες», «Rudel» στα γερμανικά, οι οποίες έφεραν συνθηματικά ονόματα, πρωτίστως από την γερμανική μυθολογία και ιστορία, και επιχειρούσαν με κοινό σχέδιο και σύνθετες τακτικές. Λόγω του ψευδώνυμου «γκρίζοι λύκοι του βυθού», που είχε δοθεί στους κυβερνήτες και στα πληρώματα των γερμανικών υποβρυχίων, ήδη από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι επιτιθέμενες υποβρυχιακές ομάδες ονομάζονταν και «ομάδες λύκων», «Wolfrudel» ή «Wolfpack» στα γερμανικά. Η επιθετική αυτή στρατηγική είχε δοκιμασθεί με επιτυχία στην Μάχη του Ατλαντικού, φέρνοντας μεγάλες απώλειες στις συμμαχικές νηοπομπές.

Στις αρχές του έτους 1942 η δράση των γερμανικών υποβρυχίων στην Μεσόγειο, σε συνδυασμό με τις επιχειρήσεις του γερμανικού 10ου Σώματος Αεροπορίας, υπό τον γενικό διοικητή Albert Kesselring, έφερε δραστικά αποτελέσματα. Πέρα από τις πολλές βυθίσεις συμμαχικών πλοίων, ανάμεσα τους και το βρετανικό αεροπλανοφόρο HMS ARK ROYAL, οδήγησε και στην αποκατάσταση της τροφοδοσίας του Afrikakorps. Η υλική υποστήριξη ήταν τέτοια που την 21η Ιανουαρίου 1942 ξεκίνησε μια νέα γερμανική επίθεση προς τα ανατολικά. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κατέλαβε το Afrikakorps τις πόλεις Derna και Βεγγάζη, φτάνοντας μέχρι την γραμμή Gazala. Ο σημαντικός ρόλος των γερμανικών υποβρυχίων στην βορειοαφρικανική εκστρατεία φάνηκε ήδη από τα τέλη του 1941. Στην καταχώρηση της 30ης Δεκεμβρίου αυτού του χρόνου, στο Πολεμικό Ημερολόγιο του γενικού διοικητή του υποβρύχιου όπλου, του ναυάρχου Karl Donitz, αναφέρεται ότι «Η επέμβαση των υποβρυχίων στην ανατολική Μεσόγειο λειτούργησε μέχρι στιγμής ανακουφιστικά για το βορειοαφρικανικό μέτωπο. Για τον λόγο αυτό η απόφαση για την μεταφορά υποβρυχίων στην ανατολική Μεσόγειο ήταν σωστή. […] Πραγματοποιήθηκαν πολλές επιτυχίες. Οι απώλειες μέχρι στιγμής είναι ελάχιστες».

Ανάμεσα στα υποβρύχια που έδρασαν στην ανατολική Μεσόγειο, στο διάστημα που αναφερόμαστε, κατατάσσεται και το γερμανικό υποβρύχιο U-133.

Mέρος B
U-133, Ατλαντικός – Μεσόγειος

Στις 7 Αυγούστου του 1939, η ανώτατη διοίκηση του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού παρήγγειλε στα ναυπηγεία Bremer Vulkan, της Βρέμης, πέντε υποβρύχια τύπου VIIC, φέροντα τους αύξοντες αριθμούς 132 έως 136. Το δεύτερο απ΄ αυτά, με αριθμό κατασκευής 12, άρχισε να ναυπηγείτε στις 21 Αυγούστου 1940 στο ναυπηγείο της Vulkan στο Vegesack, μια περιοχή στα βόρεια της Βρέμης. Στις 28 Απριλίου του 1941 καθελκύσθη και στην συνέχεια παραδόθηκε στην Kriegsmarine. Μετά από την εγκατάσταση του οπλισμού, των μηχανημάτων, την αποπεράτωση των συμπληρωματικών εργασιών και των δοκιμών, τέθηκε σε υπηρεσία υπό την διακυβέρνηση του υποπλοίαρχου Hermann Hesse, στις 5 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, σαν το γερμανικό υποβρύχιο U-133. Το υποβρύχιο ανήκε, σαν εκπαιδευτικό αρχικά, στον 7ο Στολίσκο Υποβρυχίων, με βάση του το Eckernforde του Κιέλου. Τα γενικά τεχνικά του χαρακτηριστικά, όπως σε όλα τα γερμανικά υποβρύχια του τύπου VIIC, ήταν:

Εκτόπισμα: 761 τόνοι στην επιφάνεια, 865 τόνοι υποβρυχίως, 1.050 τόνοι συνολικά.
Μήκος: Κύτος πίεσης 50,5 μέτρα, συνολικό 67,1 μέτρα.
Πλάτος: Κύτος πίεσης 4,7 μέτρα, συνολικό 6,2 μέτρα.
Βύθισμα: 4,7 μέτρα.
Ύψος: 9,5 μέτρα.
Πρόωση: 2 μηχανές ντίζελ 2.400 κιλοβάτ (3.200 ίπποι) στην επιφάνεια, 2 ηλεκτρικές μηχανές 560 κιλοβάτ (750 ίπποι) εν καταδύσει.
Ενδεικτική ταχύτητα: Με μηχανές ντίζελ 17,6 κόμβοι, με ηλεκτρικές μηχανές 10,5 κόμβοι, στην επιφάνεια. Εν καταδύσει, μόνο με ηλεκτρικές μηχανές, 7,6 κόμβοι.
Επιχειρησιακή αυτονομία: 6.500 ναυτικά μίλια με μέση ταχύτητα 12 κόμβων, στην επιφάνεια, και 80 ναυτικά μίλια με μέση ταχύτητα 4 κόμβων εν καταδύσει.
Τορπιλοσωλήνες: 4 στην πλώρη και 1 στην πρύμνη.
Πλήρωμα: 44 έως 52 άτομα.
Καταδυτικό βάθος: 100 μέτρα (βάθος κατασκευής), 165 μέτρα (βάθος δοκιμής), 250 μέτρα (μαθηματικό βάθος καταστροφής).
Ταχύτητα κατάδυσης: 30 δευτερόλεπτα.
Οπλισμός: 1 πυροβόλο 8,8 εκατοστών, 1 αντιαεροπορικό 2 εκατοστών, τύπου Flak 30, 14 τορπίλες.

Στις 22 Οκτωβρίου του 1941, το U-133 στάλθηκε σαν «υποβρύχιο μετώπου» στην πρώτη του πολεμική περιπολία στην μαινόμενη Μάχη του Ατλαντικού. Ξεκίνησε την περιπολία του στις 24.10. και από την 30.10. έως και την 4.11.1941 συμμετείχε με τα υποβρύχια U-96, 552, 567, 571 και 577, στην αγέλη υποβρυχίων με το κωδικό όνομα «Stosstrupp». Η αγέλη αυτή επιτέθηκε στις 31.10.1941 στις συμμαχικές νηοπομπές με τους κωδικούς OS-10 και HX-156, με αποτέλεσμα να βυθιστούν το ολλανδικό φορτηγό ατμόπλοιο BENNEKOM και το αμερικανικό αντιτορπιλικό USS REUBEN JAMES, συνολικού τονάζ 7.188 τόνων. Το πρώτο τορπιλίστηκε από το U-96 (υποπλοίαρχος Heinrich Lehmann-Willenbrock) και το δεύτερο από το U-552 (υποπλοίαρχος Erich Topp). Την 5η Νοεμβρίου 1941, το U-133, μετά από κωδικοποιημένη διαταγή που έλαβε από την Ανώτατη Διοίκηση Υποβρυχίων την 3.11., συμμετείχε στην αγέλη υποβρυχίων με το κωδικό όνομα «Raubritter», αποτελούμενη από 14 συνολικά υποβρύχια. Η αγέλη αυτή, η οποία έδρασε από την 1.11. έως και την 17.11.1941, είχε επιτεθεί δυο ημέρες πριν, την 3.11., στην συμμαχική νηοπομπή με τον κωδικό SC-52, βυθίζοντας τέσσερα πλοία συνολικού τονάζ 51.192 τόνων. Ήταν ένα ακόμα από τα πολλά πλήγματα εναντίον της Αγγλίας, που το διάστημα αυτό πάλευε απεγνωσμένα να διατηρήσει ανοιχτούς τους θαλάσσιους δρόμους ανεφοδιασμού, οι οποίοι κρατούσαν στην ζωή την βρετανική νήσο. Την 8η Νοεμβρίου, λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής, που τις επόμενες ημέρες έφθασε τα 9 Beaufort, η αγέλη Raubritter αποσυντάχθηκε για να συναντηθεί και πάλι, σε προκαθορισμένο σημείο, την 14.11.1941.

Η διαταγή της Ανώτατης Διοίκησης Υποβρυχίων προς τα υποβρύχια του μετώπου ήταν το διάστημα αυτό: «Συνεχίστε τις επιχειρήσεις σύμφωνα με τα αποθέματα καυσίμων». Την 17η Νοεμβρίου μια νέα διαταγή της Ανώτατης Διοίκησης οδήγησε το U-133 να συμμετάσχει με τα υποβρύχια U-85, 571, και 577, στην αγέλη «Stortebecker». H αγέλη αυτή – η οποία έφερε το όνομα του θρυλικού γερμανού πειρατή Klaus Stortebecker (1360-1401), ο οποίος έδρασε στην Βόρεια Θάλασσα και στην Βαλτική τον 14ο αιώνα και αποκεφαλίσθηκε δημόσια στο Αμβούργο την 20η Οκτωβρίου 1401 – έδρασε από την 5.11. έως και την 2.12.1941 και αποτελείτο από 19 υποβρύχια. Μετά από συνεχείς περιπολίες στον βόρειο Ατλαντικό, ανάμεσα στην Νέα Γη, την Ισλανδία, την Ιρλανδία, και την Αγγλία, τα υποβρύχια U-85, 133, 552, 571, και 577, έλαβαν την διαταγή να μεταβούν στην βορειοδυτική Γαλλία.

Όπως αναφέρεται στο Πολεμικό Ημερολόγιο του U-133, μετά από 34 ημέρες στην θάλασσα και εκτελώντας επιθετική περιπολία 5.446 ναυτικών μιλίων στον Ατλαντικό, το πλοίο κατάπλευσε στην βάση υποβρυχίων της Kriegsmarine, στην St. Nazaire της Γαλλίας, όπου και έδεσε στις 14:30 της 26ης Νοεμβρίου 1941.

Την 16η Δεκεμβρίου, μετά από την παραλαβή εφοδίων και την αποπεράτωση επισκευών στην αντλία ισορροπίας των δεξαμενών έρματος, το U-133 εγκατέλειψε την St. Nazaire με κατεύθυνση νότια, ξεκινώντας για την δεύτερη πολεμική περιπολία του. Φτάνοντας στον Βισκαϊκό ο κυβερνήτης του, υποπλοίαρχος Hermann Hesse, αποφάσισε να ακολουθήσει δυτική πορεία ελπίζοντας να συναντήσει κάποια συμμαχική νηοπομπή. Μετά από μέρες απραξίας, τις οποίες γέμιζαν μόνο οι συνεχείς ασκήσεις ετοιμότητας, ο Hesse διέκρινε την 19η Δεκεμβρίου καπνό στον ορίζοντα. Ήταν μια συμμαχική νηοπομπή, με πορεία βόρεια, την οποία όμως δεν κατάφερε να πλησιάσει λόγω της μεγάλης απόστασης που τον χώριζε από αυτήν. Την ίδια ημέρα το U-133 και το U-577 (υποπλοίαρχος Herbert Schauenburg) έλαβαν την διαταγή από την Ανώτατη Διοίκηση Υποβρυχίων, να περάσουν το Γιβραλτάρ και να κατευθυνθούν στην Μεσόγειο.

Το πέρασμα του Γιβραλτάρ – της στενής λωρίδας θάλασσας που χωρίζει την Ευρώπη από την Αφρική, έχοντας στα νότια την Ταγγέρη του Μαρόκου και στα βόρεια, ακριβώς μπροστά από την ισπανική ακτή, στο νοτιότερο μέρος της Ιβηρικής Χερσονήσου, το βρετανικό «Φρούριο», τον βράχο του Γιβραλτάρ, την σημαντικότερη μεσογειακή βρετανική ναυτική βάση – αποτελούσε για τα γερμανικά υποβρύχια το πιο επικίνδυνο κομμάτι ενός ταξιδιού προς και από την Μεσόγειο. Τα γερμανικά υποβρύχια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που βρίσκονται μέχρι σήμερα βυθισμένα στο κανάλι αυτό, φανερώνουν την δυσκολία του συγκεκριμένου εγχειρήματος.

Φθάνοντας ο Hesse, στις 15:16 της 21ης Δεκεμβρίου 1941, μπροστά από το κανάλι, αποφάσισε να περιμένει στον Ατλαντικό, μέχρι να νυχτώσει ώστε να επιχειρήσει τον επικίνδυνο διάπλου. Τα ανθυποβρυχιακά δίχτυα και οι νάρκες, στον βυθό του καναλιού, τα βρετανικά αντιτορπιλικά στην επιφάνεια, τα αεροπλάνα περιπολίας, εξοπλισμένα με προβολείς, βόμβες, και πολυβόλα, σε συνδυασμό με τα βαριά πυροβόλα της ναυτικής βάσης του Γιβραλτάρ, έδιναν περιορισμένα περιθώρια επιτυχίας στο εγχείρημα. Η σελίδα καταχώρησης, στο πολεμικό ημερολόγιο του U-133, που σχετίζεται με την διέλευση του στενού του Γιβραλτάρ, αποτελεί μια χαρακτηριστική μαρτυρία η οποία εκφράζει αφενός σαν σύνολο τις συνθήκες που επικρατούσαν στα γερμανικά υποβρύχια που ήταν αναγκασμένα να περάσουν αυτήν την δοκιμασία, αφετέρου δείχνει την αμεσότητα των γρήγορων αποφάσεων που έπρεπε να πάρει ο κυβερνήτης του εκάστοτε υποβρυχίου. Παρατίθεται εδώ, μεταφρασμένη από τα γερμανικά, λόγω της αυθεντικότητάς της, της φραστικής της ιδιαιτερότητας, και του προσωπικού ύφους γραφής του κυβερνήτη του U-133 Hermann Hesse.

21.12.1941
15:16 Στενό του Γιβραλτάρ
Στήλη καπνού στα αριστερά του σκάφους, άκρες καταρτιών προεξέχουν, ατμόπλοιο με νοτιοδυτική πορεία. Αλλαγή πορείας προς τον βορρά. Στον ορίζοντα διακρίνονται δυο συνοδευτικά (υψηλά κατάρτια, τα φουγάρα βρίσκονται από πίσω τους) με έντονη έκκληση καπνού και πορεία βόρεια. Αλλάζουν πορεία προς τα δυτικά και πάλι προς τα ανατολικά κάνοντας ζικ-ζακ. Αναπτύσσω ανώτατη ταχύτητα για να κρατήσω την θέση μου καθώς θέλω να παραμείνω όσο πιο κοντά γίνεται στο ακρωτήριο Spartel. Ο ουρανός είναι ασυννέφιαστος και τα αεροπλάνα δεν μπορούν να με πιάσουν απροετοίμαστο εκπλήσσοντάς με, επίσης η οριζόντια ορατότητα ξεπερνά τα 15 ναυτικά μίλια. Σκοπεύω να μπω στο κανάλι με τον ερχομό της νύχτας καθώς θα μπορώ να κινηθώ με ελάχιστη ταχύτητα, ανάλογα με την περίπτωση, δεν θα έχω υψηλό κυματισμό στην πρύμνη, και θα είμαι πολύ πιο προφυλαγμένος από αεροπορικές επιθέσεις.
18:31 Qu.CG 9567
Συναγερμός! Διακρίνονται άκρες καταρτιών να βγαίνουν από το κανάλι με δυτική πορεία. Απόσταση από το Spartel 13 ναυτικά μίλια, περιμένω την έλευση του σκοταδιού.
20:30 Ανάδυση. Ξεκινώ την προσπάθεια περάσματος του καναλιού. Όλοι οι άνδρες βρίσκονται σε θέση μάχης. Ο ορίζοντας στα ανατολικά είναι ελαφρά ομιχλώδης. Ο δυτικός ορίζοντας είναι πολύ ανοιχτός και καθαρός λόγω του φεγγαριού και της Αφροδίτης. Πορεία προς τον φάρο του ακρωτηρίου Spartel = 70 μοίρες.
21:25 Το ακρωτήριο Spartel βρίσκεται μπροστά μας. Κανένας σκοπός, κανένα αεροπλάνο. Κινούμαι και με τις δυο ντιζελομηχανές, με χαμηλή ταχύτητα, κρατώντας 1,5 – 2 ναυτικά μίλια απόσταση από την ακτή.
21:54 Η Ταγγέρη βρίσκεται μπροστά μας.
22:06 Ο φάρος της Malabata μπροστά μας.
23:01 Ο φάρος της Tarifa μπροστά μας.
23:42 Βρίσκομαι σε θέση 90 μοιρών εμπρός από το PointLeona, σε μια απόσταση 3 ναυτικών μιλίων, όταν εντοπίζεται μια μαύρη σκιά κοντά στην ακτή με δυτική πορεία. Της γύρισα την πρύμνη και ετοίμασα τον πέμπτο τορπιλοσωλήνα. Σχεδόν ταυτόχρονα εμφανίζεται, ερχόμενη προς τα μένα, μια μεγαλύτερη σκιά από την αριστερή πλευρά του σκάφους. Περνά μπρος από την δέσμη του φάρου, που έρχεται από το ακρωτήριο Tarifa, και διαπιστώνω ότι πρόκειται για αντιτορπιλικό. Ετοιμάζω τους τορπιλοσωλήνες 1–4 για να εξαπολύσω μια δέσμη 4 τορπιλών (κινούμαι με τους τορπιλοσωλήνες έτοιμους και γεμάτους νερό, και τις θυρίδες των τορπιλοσωλήνων 1, 4, και 5 ανοικτές). Οι δυο ντιζελομηχανές δουλεύουν με την μικρότερη ισχύ, στρέφω με το σκάφος προς τα αριστερά, για να βρεθώ σε θέση επίθεσης. Σχεδόν αμέσως κατευθύνεται πίσω από το αντιτορπιλικό και προς το κέντρο του καναλιού μια δέσμη φωτός, από έναν μεγάλο προβολέα, η οποία φέγγει την αφρικανική ακτή. Αυτήν την στιγμή, η οποία κράτησε δευτερόλεπτα, διέκρινα στο φως της δέσμης τρία ακόμα αντιτορπιλικά. Όλα έχουν πορεία δυτική.

Η σκιά, η οποία πέρασε από τα αριστερά του σκάφους (πρόκειται για ένα πλοίο φρούρησης, μεγέθους μεγάλης λάντζας, το οποίο μοιάζει να έχει την ευθύνη έρευνας των κόλπων της ακτής, λόγω του μικρού του βυθίσματος) κατευθύνεται με μεγάλη ταχύτητα προς εμένα, βάλλοντας ταυτόχρονα εναντίον μου με πυροβόλο διαμέτρου 2 περίπου εκατοστών. Θα πρέπει να είδε στο φως του προβολέα την σιλουέτα μου.

23:45 Συναγερμός και άμεση κατάδυση σε βάθος 55 μέτρων. Ακολουθώ παραπλανητική πορεία κατά την διάρκεια της οποίας ακούγονται συνεχώς ηχοβολιστικά. Αλλάζω πορεία προς τα νότια και αγγίζω τον βυθό. Κρατώ το υποβρύχιο σταθερά στα 55 μέτρα. Τα πάντα έχουν απενεργοποιηθεί στο σκάφος και επικρατεί απόλυτη ησυχία. Ακούγονται ηχοβολιστικά και ήχοι προπελών από δυο πλοία. Το ένα από αυτά βρίσκεται ακριβώς από πάνω μας, δηλαδή μέσα στον κόλπο, το άλλο από πίσω μας, δηλαδή σε βαθύτερα νερά. Το υποβρύχιο δεν μπορεί να κρατηθεί επάνω στον βραχώδη βυθό και από την πλευρά της πρύμνης γλιστρά, με κατεύθυνση βόρεια, σε βαθύτερα νερά, δημιουργώντας ταυτόχρονα πολύ θόρυβο. Αδειάζω ελαφρώς το έρμα νερού, και από τις δυο πλευρές, μέχρι την θέση 3, και αναδύομαι μέχρι τα 30 μέτρα, αλλάζω κατεύθυνση φέρνοντας την πλώρη προς τα αριστερά και ακολουθώντας πορεία 60 μοιρών. Εξακολουθεί να ακούγεται ένα μόνο πλοίο και κατά μεγάλα διαστήματα ήχοι ηχοβολιστικού. Οι ηλεκτρομηχανές δουλεύουν με ελάχιστη ισχύ καθώς το ρεύμα του καναλιού, το οποίο κινείται με μεγάλη δύναμη προς τα ανατολικά, είναι σε θέση να μας βγάλει από την περιοχή του κόλπου.

22.12.41
01:40 Μετά από 30 λεπτά και αφού δεν ακουγόταν πλέον τίποτα αναδύθηκα. Το PointLeona βρίσκεται πίσω από την πρύμνη μας. Τρία αεροπλάνα κάνουν βόλτες, με αναμμένους προβολείς, σε μέσο ύψος, βόρεια από μας, πάνω από την έξοδο του καναλιού. Συνεχίζω την πορεία μου με τις ηλεκτρομηχανές σε μέση ισχύ. Ο ορίζοντας στα βόρεια είναι σαν πίσσα από σύννεφα βροχής, νοτιοανατολικά και νότια ο ορίζοντας είναι καθαρός και ασυννέφιαστος, δεν είναι δυνατόν να δω τι υπάρχει από την αριστερή πλευρά του σκάφους λόγω του σκοτεινού ορίζοντα. Ξαφνικά εκτοξεύονται φωτοβολίδες … [σ.τ.μ. Υπάρχουν στο σημείο αυτό πέντε λέξεις οι οποίες δεν διακρίνονται]. Δεν μπορώ να περάσω από την Ceuta καθώς θεωρώ ότι, ιδωμένος από τον βορρά, η σιλουέτα μου θα πρέπει να διαγράφεται έντονα στο φως του φάρου της Ceuta.

02:27 Κατάδυση, πορεία 90 μοίρες.

03:35 Ανάδυση, πέρασα την Ceuta και κινούμαι με πορεία βορειοανατολική για να αποφύγω την βροχή και την καταιγίδα. Γυρνώ την πρόωση στις ντιζελομηχανές με μέση ισχύ. Σε λίγο ακούω δυνατό ήχο μηχανής από μπροστά μου, σταματώ τις δυο μηχανές και κάνω απότομη αναστροφή. Ένα αεροπλάνο πετά από πάνω μας και γυρνά, κάνοντας μια μεγάλη βόλτα, προς το Γιβραλτάρ. Καμία ρίψη βομβών, σίγουρα δεν μας είδε.

Τέσσερις ημέρες αργότερα, την 26η Δεκεμβρίου 1941, στις 12:15 το πρωί, το U-133 έφτασε στην Μεσσίνα της Ιταλίας. Μετά την πλήρωση των δεξαμενών φρέσκου νερού, και των δεξαμενών πετρελαίου, την εξωτερική επιθεώρηση του σκάφους από δύτες, την επισκευή του καταστρώματος, και την ταξινόμηση των πυρομαχικών, το υποβρύχιο αναχώρησε αργά το απόγευμα της 28ης Δεκεμβρίου για να συνεχίσει την πολεμική του περιπολία. Αφού πέρασε το στενό της Μεσσίνας διαπιστώθηκαν προβλήματα με τον άξονα της μιας προπέλας, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να επιλυθούν εν πλω. Ο Hesse αποφάσισε την άμεση επιστροφή του στην Μεσσίνα η οποία και πραγματοποιήθηκε πάραυτα. Τις επόμενες ημέρες και ενώ το πλοίο επισκευαζόταν, διαπιστώθηκαν προβλήματα και με τον άξονα της δεύτερης προπέλας, καθώς και με την αντλία ψύξης της μηχανής. Το υποβρύχιο αναγκάστηκε να παραμείνει στην Μεσσίνα για επισκευές, μέχρι και την 1η Ιανουαρίου 1942 όπου αναχώρησε στις 16:00 με πορεία νοτιοανατολική.

Στις 5 Ιανουαρίου 1942 το U-133 έφθασε στην βόρεια Αφρική, στην περιοχή ανάμεσα στην Αλεξάνδρεια και το Tobruk. Ήταν το πεδίο στο οποίο είχε διαταχθεί να δράσει, έχοντας σαν στόχο την πρόκληση όσων περισσότερων φθορών γίνεται στις βρετανικές νηοπομπές. Ο Hermann Hesse, με την υποστήριξη του Α΄ αξιωματικού του U-133, ανθυποπλοίαρχου Harald Preuss, και του Β΄ αξιωματικού, σημαιοφόρου Hans-Joachim Schale, καραδοκούσε κοντά στις ακτές μαζί με άλλα γερμανικά υποβρύχια – ανάμεσα τους και ο παλιός του σύντροφος, το U-577 – για θηράματα. Τις ημέρες ο Hesse παρέμενε κάτω από το νερό, σε ύψος περισκοπίου, παρακολουθώντας τον ορίζοντα για σημάδια καπνού ή την λήψη κάποιου ήχου με το υδρόφωνο του σκάφους . Τις νύχτες αναδυόταν για να ανανεώσει τον αέρα του υποβρυχίου και να γεμίσει τις μπαταρίες με τις γεννήτριες. Μετά από μέρες – κατά τις οποίες δεν ήταν εφικτό να πλησιάσει τις νηοπομπές που πέρασαν από κοντά του, λόγω της απόστασης και της θέσης του υποβρυχίου – και βρισκόμενος κοντά στο Tobruk, έλαβε την νύχτα της 13ης Ιανουαρίου την διαταγή να επιτεθεί μαζί με τα υποβρύχια U-205 (υποπλ. Franz-Georg Reschke) και U -577 (υποπλ. Herbert Schauenburg), ενάντια σε συμμαχική νηοπομπή η οποία κατευθυνόταν προς το Tobruk. Στις 02:30 διέκρινε τα φώτα της νηοπομπής, αλλά για κακή του τύχη δέχτηκε επίθεση από ένα βρετανικό ανθυποβρυχιακό, το οποίο τον ανάγκασε να παραμείνει σε κατάδυση μέχρι το ξημέρωμα. Στις 15.1. ένα νέο μήνυμα της Διοίκησης Υποβρυχίων Μεσογείου ανακοίνωσε την επικείμενη αναχώρηση νέας συμμαχικής νηοπομπής από την Αλεξάνδρεια, και διέταξε τα U-133, 205, και 577, να κατευθυνθούν προς τον κόλπο του Sollum. Φθάνοντας εκεί το U-133 διέκρινε ένα βρετανικό αντιτορπιλικό εναντίον του οποίου εξαπέλυσε επίθεση με δέσμη τεσσάρων τορπιλών χωρίς όμως να του προξενήσει βλάβες. Το αντιτορπιλικό απάντησε στην επίθεση με βόμβες βυθού, οι οποίες ανάγκασαν το υποβρύχιο να καταδυθεί και να παραμείνει για το υπόλοιπο της ημέρας στα 80 μέτρα βάθος.

Στις 17 Ιανουαρίου 1941 και ενώ το U-133 περιπολούσε δυτικά του Sollum, έξω από το Sidi Barrani, έλαβε με το υδρόφωνό του σήματα τα οποία δήλωναν την ύπαρξη πλοίων στην περιοχή. Τα σήματα προέρχονταν από την συμμαχική νηοπομπή με τον κωδικό MW-8B, η οποία είχε ξεκινήσει στις 16.1. από την Αλεξάνδρεια με τελικό προορισμό την Μάλτα. Την νηοπομπή συνόδευαν το βρετανικό αντιτορπιλικό GMS GURKHA II (G63), κλάσης L, 1.920 τόνων, κατασκευασμένο το 1940 στο Birkenhead της Βρετανίας, και το ολλανδικό αντιτορπιλικό HNLMS ISAAC SWEERS (G83), 1.604 τόνων, κλάσης Gerard Callenbourgh, αποπερατωμένο το 1941 στο Southampton της Αγγλίας. Ο Hesse προετοιμάστηκε και ξεκίνησε επίθεση, την οποία περιγράφει εμπεριστατωμένα στο ημερολόγιο πλοίου. Μεταφράζω από την σελίδα 18 και 19 του Πολεμικού Ημερολογίου του U-133.

17.1.42
03:00 Δυτικός 4, 3-4 , 7 βαθμοί Κελσίου, ορατότητα καλή, Qu. CO 9215

06:10 Κατάδυση και υποβρύχια πορεία.

07:10 Εντόπιση ήχων σε ορθή γωνία, σε θέση 107 μοιρών, σε ύψος περισκοπίου. Το υδρόφωνο εντοπίζει στην αρχή μια προπέλα με 78-80 στροφές, ένα ατμόπλοιο. Ο ήχος αυτός θα καλυφθεί σε λίγο από τους ήχους της προπέλας ενός αντιτορπιλικού, και λίγο αργότερα από τους ήχους ενός δεύτερου αντιτορπιλικού. Βλέπω στο περισκόπιο τις λεπτές κορυφές των καταρτιών δυο αντιτορπιλικών τα οποία ταξιδεύουν πολύ κοντά το ένα στο άλλο, έχοντας πορεία δυτική. Απόσταση περίπου 45 hm[στμ. hm = εκατοστόμετρα, πρόκειται για μονάδα μέτρησης στο πυροβολικό και το ναυτικό, 45 x 100 = 4.500 μέτρα]. Από τις 07:25 αρχίζουν να ακούγονται ήχοι ηχοβολιστικού μηχανήματος. Επειδή τα αντιτορπιλικά έρχονται κατ΄ επάνω μου σε θέση μηδέν, κατευθύνομαι με πορεία νότια και αργότερα αναστρέφω και πάλι. Ένα αντιτορπιλικό βρίσκεται με νοτιοδυτική πορεία, δεξιά από την πλώρη μου σε θέση 80,0 = 25 hm. Ξεκινώ επίθεση σε αυτό το αντιτορπιλικό. Κατά την αναστροφή για την πορεία επίθεσης έρχεται ξαφνικά από αριστερά στο πεδίο ορατότητας του περισκοπίου, το δεύτερο αντιτορπιλικό με δεξιά θέση πλώρης 90 = 10 hm και με ταχύτητα 15 κόμβους. Μια δέσμη τεσσάρων τορπιλών ήταν έτοιμη. Η θέση αύξαινε ακόμα μέχρι την θέση 100, στην θέση αυτή πραγματοποιήθηκε η βολή. Το σκάφος κρατήθηκε κάτω από το νερό με μέση ταχύτητα, και με την διαταγή «όλοι οι άντρες μπροστά» [στμ. Η διαταγή αυτή είχε σκοπό να κρατηθεί το υποβρύχιο οριζοντιωμένο μετά την απώλεια βάρους, λόγω της εξαπόλυσης των τορπιλών]. Το σκάφος παρέμεινε κάτω από το νερό. Ευστοχία τορπίλης μετά από 48 δευτερόλεπτα, μερικά δευτερόλεπτα αργότερα μια ακόμα έκρηξη (καζάνι, βόμβες βυθού στο κατάστρωμα ή πυρομαχικά), μετά από 2-3 λεπτά ο τυπικός ήχος βύθισης ενός πλοίου (ήχος χαλικιών που βυθίζονται). Επρόκειτο για ένα αντιτορπιλικό της κλάσης Jervis.

Μετά την υποβρύχια απομάκρυνση κατευθύνθηκα στο σημείο Α συν 80 μοίρες και άλλαξα πορεία προς τα βόρεια. Γύρω στις 08.00 εντόπισα καταδίωξη με ηχοβολιστικό και εντοπιστικό μηχάνημα. Ρίχτηκαν βόμβες βυθού εκ΄ των οποίων οι 22 ανατινάχθηκαν, σε σχετικά καλή θέση, ακριβώς πάνω από το σκάφος. Για λίγη ώρα συνεργάστηκαν 3 αντιτορπιλικά, αλλά την περισσότερη ώρα 2. Το πλήρωμα συμπεριφέρθηκε άψογα και ήταν περήφανο για την «βάπτιση του πύρος». Δεν υπήρξαν ζημιές. Οι βόμβες βυθού ρίφθηκαν σε γκρουπ των 5 και μερικές μόνες τους.

10:20 Μακρινοί ήχοι ηχοβολιστικού και εκρήξεις βομβών βάθους, που συνεχώς απομακρύνονται.

11:05 Ανάδυση και αποστολή σύντομου μηνύματος: «Νηοπομπή Qu. CO 9214, πορεία δυτική».
Το πλοίο που χτυπήθηκε, από μια εκ των τεσσάρων τορπιλών του U-133, ήταν το GMS GURKHA II (G63), με κυβερνήτη τον C.N. Lentaigne, του βρετανικού βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού. Μετά τον τορπιλισμό του έπιασε φωτιά και ενώ βρισκόταν μέσα σε μια φλεγόμενη κηλίδα πετρελαίου, έλαβε βοήθεια από το HNLMS ISAAC SWEERS (G83) το οποίο κατάφερε να σώσει όλα τα μέλη του πληρώματος, εκτός εννέα ατόμων. Μετά από 90 λεπτά της ώρας, και ενώ το GMS GURKHA II συνέχισε να καίγεται, βυθίστηκε στην θέση 31.50 Β και 26.15 Α. Οι διασωθέντες μεταφέρθηκαν στην συνέχεια στο ακόμα αντιστεκόμενο βρετανικό Tobruk, ενώ η βύθιση του GMS GURKHA II ανακοινώθηκε από τους Βρετανούς στις 9 Μαρτίου 1942, πέντε μόλις ημέρες πριν την βύθιση του U-133.

Τις επόμενες ημέρες το υποβρύχιο συνέχισε τις περιπολίες του στην ίδια περιοχή, συναντώντας και πάλι συμμαχικές νηοπομπές, χωρίς να καταφέρει όμως να βυθίσει κάποιο πλοίο. Στις 20 Ιανουαρίου 1941, ο Hesse διαπίστωσε ότι το σκάφος του παρουσίαζε προβλήματα, προερχόμενα πιθανώς από τις βόμβες βάθους της 17.1.42, τα οποία περιόριζαν την επιχειρησιακή του δυνότητα, θέτοντας ταυτόχρονα σε κίνδυνο το ίδιο το υποβρύχιο και το πλήρωμά του. Η καταχώρηση στην σελίδα 22 του Πολεμικού Ημερολογίου του U-133, για την προαναφερόμενη ημερομηνία, αναφέρει ανάμεσα σε άλλα ότι:

20.1.42
[…]
18:00 Ανάδυση και πορεία στην επιφάνεια.
Με την τωρινή κατάσταση των μηχανών (συνδέσεις), την αχρήστευση σχεδόν του υδροφώνου, το οποίο συνεχώς χειροτερεύει, καθώς από την δεξιά πλευρά δεν λαμβάνω σήμα, ενώ από την αριστερή λαμβάνω μόνο παράσιτα, συν την απώλεια μιας βίδας σε έναν εξωτερικό σύνδεσμο, θεωρώ ότι το σκάφος δεν είναι ικανό να αντεπεξέλθει σε μια βαθιά κατάδυση και σε μια καταδίωξη με βόμβες βάθους.

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 21 Ιανουαρίου 1942, στις 05:30 το πρωί, το U-133 βρισκόταν νότια της Γαύδου. Την επόμενη ημέρα, 22.1., στις 08:00 το πρωί, συναντήθηκε με πλοία του 12ου Παράκτιου Αμυντικού Στολίσκου Αττικής, ανοιχτά του Πόρου, τα οποία το συνόδευσαν μέχρι τον ναύσταθμο της Σαλαμίνας όπου έδεσε στις 10:45. τελειώνοντας και την δεύτερη πολεμική του περιπολία.

Ο ανθυποπλοίαρχος EberhardMohr και η τελευταία πολεμική περιπολία του U-133.

Μετά την άφιξη του στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας, την βάση του 23ου γερμανικού Στολίσκου Υποβρυχίων, το U-133 εντάχθηκε στο δυναμικό του στολίσκου αυτού και παρέμεινε για επισκευές στην βάση της μονάδας, μέχρι τις αρχές Μαρτίου του 1942. Διοικητής του μηχανουργείου και του επισκευαστικού τμήματος του 23ου Στολίσκου Υποβρυχίων ήταν εκείνο το διάστημα ο υποπλοίαρχος μηχανικός Otto Erich Zurn, ένας από τους ελάχιστους αξιωματικούς στην Μεσόγειο που είχε παρασημοφορηθεί κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του στο υποβρύχιο U-48, λόγω «ανδραγαθίας εν ώρα μάχης», με τον πολεμικό σταυρό των ιπποτών (Ritterkreuz), ένα από τα σημαντικότερα παράσημα του γερμανικού στρατού. Ο Otto Zurn, γνωρίζοντας αφενός τις προσπάθειες, τις επίκαιρες πολεμικές επιχειρήσεις και τα επιτελικά σχέδια που αφορούσαν την εκστρατεία του Bορειοαφρικανικού Mετώπου και αφετέρου την ανάγκη απομόνωσης και εκπόρθησης του Tobruk, σε συνδυασμό με την για την «ανάγκη» αυτή απαραίτητη συνδρομή του υποβρύχιου όπλου, προσπάθησε να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες επισκευές, που είχαν διαταχθεί από την ανώτατη διοίκηση της Kriegsmarine, όσο το δυνατόν γρηγορότερα του επέτρεπαν τα τεχνικά μέσα των μηχανουργείων του ναυστάθμου.

Στις αρχές Μαρτίου 1942, το υποβρύχιο U-133 ήταν σχεδόν έτοιμο για να συνεχίσει και πάλι την δράση του φέροντας την φορά αυτή στον πυργίσκο του, τo πολεμικό σύμβολο του 23ου γερμανικού Στολίσκου Υποβρυχίων το οποίο ήταν ένα γαϊδούρι, η μασκότ του στολίσκου. Ο αρχικός κυβερνήτης του U-133, υποπλοίαρχος Hermann Hesse, ο οποίος παρέμεινε επίσημος κυβερνήτης του υποβρυχίου μέχρι και την 1η Μαρτίου του 1942, είχε αποχωρήσει καθώς είχε τεθεί σε ρόλο εκπαιδευτή – από τον Μάρτιο του 1942 μέχρι και τον Ιανουάριο του 1943 – υπηρετώντας στο Β΄ Ναυαρχείο Υποβρυχίων, στην Γερμανία, του οποίου διοικητής το διάστημα αυτό υπήρξε ο μετέπειτα αυτόχειρας ναύαρχος Hans-Georg von Friedeburg. Ο von Friedeburg ήταν ένας από τους τρεις στρατιωτικούς οι οποίοι υπέγραψαν την άνευ όρων παράδοση του Γ΄ Ράιχ το 1945. Προς χάριν συμπλήρωσης του βιογραφικού του πρώτου κυβερνήτη του U-133 υποπλοίαρχου Hermann Hesse, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο Hesse ζήτησε την επανένταξη του σε μάχιμη μονάδα με αποτέλεσμα να τεθεί κυβερνήτης του νεότευκτου υποβρυχίου U-194, τύπου IXC/40, στο οποίο ανέλαβε καθήκοντα στις 8 Ιανουαρίου του 1943. Στις 24 Ιουνίου του ίδιου χρόνου το U-194 βυθίστηκε αύτανδρο, με 54 συνολικά άτομα, στα νότια της Ισλανδίας, σε ενδεικτικό στίγμα 59 μοίρες Β και 26 μοίρες και 18 πρώτα Δ, μετά από επίθεση με αεροτορπίλη που εξαπέλυσε ένα αεροσκάφος τύπου Catalina το οποίο ανήκε στην VP-84 Μοίρα της αεροπορίας του αμερικανικού Ναυτικού (US-Navy Squadron VP-84). Ο Hermann Hesse, γεννημένος στην Κολωνία στις 10.3.1909, ήταν την ημέρα του θανάτου του 33 χρονών.

Όπως φανερώνουν οι λίστες των γερμανικών αρχείων, το παλιό πλήρωμα του U-133 παρέμεινε, μετά την αποχώρηση του κυβερνήτη του υποβρυχίου Hermann Hesse, σχεδόν ως είχε, χωρίς ιδιαίτερες αλλαγές, μέχρι την ένταξή του υπό την διακυβέρνηση του νέου του κυβερνήτη ανθυποπλοίαρχου Eberhard Mohr. Ο Mohr ανέλαβε τα διοικητικά του καθήκοντα την 2α Μαρτίου 1942, αμέσως μετά την αποχώρηση του Hesse. Μια ιδιαίτερη αλλαγή ήταν η αντικατάσταση του Α΄ Μηχανικού του U-133, στην όποια τέθηκε ο νεοφερμένος σημαιοφόρος Eugen Pohlmann. Ο Pohlmann είχε υπηρετήσει μέχρι τότε στα ανθυποβρυχιακά και ήταν η πρώτη του θέση σαν μηχανικός υποβρυχίου, μετά την προαπαιτούμενη υποβρυχιακή εκπαίδευση. Είχε λάβει φύλλο πορείας από το Βερολίνο και είχε καταφθάσει στον Πειραιά μαζί με τον ανθυποπλοίαρχο Eberhard Mohr.

Ο Eberhard Mohr γεννήθηκε στο Dusseldorf της βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας την 21η Οκτωβρίου 1915. Αποφοίτησε από την σχολή του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού το 1935 και υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις μέχρι την προαγωγή του σε ανθυποπλοίαρχο το 1939. Έχοντας υπηρετήσει αρχικά σε μονάδες πυροβολικού του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, όπως στην 518η παράκτια Πυροβολαρχία, και σαν δεύτερος υπασπιστής στην διοίκηση του Φρουραρχείου της πόλης Gotenhafen (σήμερα Gdynia, Πολωνία), εκπαιδεύτηκε στην συνέχεια από τον Απρίλη μέχρι και τον Σεπτέμβρη του 1940 στο υποβρύχιο όπλο. Από τον Σεπτέμβρη του ΄40 έως και και τον Ιανουάριο του ΄41 υπηρέτησε στον 24ο εκπαιδευτικό Στολίσκο Υποβρυχίων με βάση του το Danzig της ανατολικής Πομερανίας (σήμερα Gdansk, Πολωνία) και από τον Φλεβάρη μέχρι και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, σαν αξιωματικός, στον 2ο πολεμικό Στολίσκο Υποβρυχίων με βάση του αρχικά το Wilhelmshaven της Γερμανίας και στην συνέχεια το Lorient της βορειοδυτικής Γαλλίας. Στις 15 Σεπτεμβρίου του ΄41 ο ανθυποπλοίαρχος Eberhard Mohr τοποθετήθηκε διοικητής του εκπαιδευτικού υποβρυχίου U-148, τύπου IID, το οποίο ανήκε στον 24ο εκπαιδευτικό Στολίσκο Υποβρυχίων, με βάση του, το διάστημα αυτό, την πρώην γερμανική πόλη Memel (σήμερα Klaipeda, Λιθουανία). Παρέμεινε στην θέση αυτή, χωρίς να συμμετάσχει ποτέ σε πολεμική περιπολία, μέχρι την 1η Μαρτίου του 1942 όπου τοποθετήθηκε κυβερνήτης του U-133. Όπως μαρτυρά το βιογραφικό του, ο ανθυποπλοίαρχος Eberhard Mohr – ο οποίος στις 2.3.1942, την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του σαν κυβερνήτης του U-133, ήταν 26 χρονών – είχε υπηρετήσει μέχρι τότε μόνο σε εκπαιδευτικές υποβρυχιακές μονάδες και δεν είχε συμμετάσχει σε καμία απολύτως πολεμική αποστολή. Η πρώτη πολεμική περιπολία, στην οποία συμμετείχε και της οποίας την ευθύνη έφερε ο ίδιος, ήταν η τρίτη και τελευταία πολεμική περιπολία του U-133 η οποία έμελλε να διαρκέσει μόνο μια περίπου ώρα, καθώς το υποβρύχιο βυθίστηκε αμέσως μετά την αναχώρηση του, κατόπιν πρόσκρουσης σε νάρκη, στο πρώην ελληνικό ναρκοπέδιο Τούρλου-Φλεβών.

Η τρίτη και τελευταία πολεμική περιπολία του υποβρυχίου U-133, ξεκίνησε στις έξι το απόγευμα της 14ης Μαρτίου 1942. Μετά από μια μικρή αποχαιρετιστήρια τελετή στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας, με παρόντα τον διοικητή του 23ου Στολίσκου Υποβρυχίων υποπλοίαρχο Fritz Frauenheim, το ανθυποβρυχιακό φράγμα της βάσης άνοιξε και το U-133 εξήλθε με κατεύθυνση την Ψυτάλλεια και τον Πειραιά. Στο υποβρύχιο επέβαιναν πέρα από τον κυβερνήτη ανθυποπλοίαρχο Eberhard Mohr, τον Α΄ αξιωματικό ανθυποπλοίαρχο Harald Preuss, τον Β΄ αξιωματικό σημαιοφόρο Hans-Joachim Schale και τον αρχιμηχανικό σημαιοφόρο Eugen Pohlmann, ακόμα 41 άνδρες, 45 εν συνόλω άτομα, εκ των οποίων οι περισσότεροι πλησίαζαν ηλικιακά τα 25 χρόνια ζωής. Μετά την παράκαμψη της Κυνόσουρας και της Ψυτάλλειας, το υποβρύχιο ακολούθησε νοτιοανατολική πορεία, προς το ακρωτήριο Τούρλος, με σκοπό να περάσει την δίοδο του ναρκοπεδίου Τούρλου-Φλεβών. Η δίοδος αυτή βρισκόταν ακριβώς μπροστά από τον Τούρλο και προστατευόταν από τα πυροβόλα της 1ης Ίλης της γερμανικής Παράκτιας Πυροβολαρχίας 603, η οποία είχε διοικητή της τον έφεδρο υπολοχαγό και τότε φρούραρχο της Αίγινας Fritz Wienecke. Το ίδιο διάστημα η γερμανική Ναυτική Διοίκηση Αττικής είχε διατάξει, μετά από πληροφορίες για εμφάνιση συμμαχικού υποβρυχίου στον Σαρωνικό, τις ακταιωρούς 12 V 9 και 12 V 10, του 12ου Παράκτιου Αμυντικού Στολίσκου Αττικής, να κατευθυνθούν από την περιοχή των Φλεβών, όπου εκτελούσαν περιπολία, προς τον Τούρλο, με σκοπό να συνοδεύσουν το U-133 μετά την έξοδο του από τον ναρκοπέδιο και να το προστατεύσουν από τυχών επίθεση μέχρι τα Τσελεβίνια. Οι ακταιωροί 12 V 9 και 12 V 10 έφθασαν στην περιοχή του Τούρλου στις έξι το απόγευμα, την ώρα ακριβώς που απέπλεε το U-133 από την Σαλαμίνα. Παραμένοντας σταθερά από την εξωτερική πλευρά του ναρκοπεδίου και πραγματοποιώντας ανθυποβρυχιακή περιπολία, κατευθύνθηκαν με χαμηλή ταχύτητα προς τα νότια του Τούρλου, περιμένοντας εκεί, σε απόσταση ενάμισι ναυτικού μιλίου από την δίοδο του ναρκοπεδίου, την έλευση του υποβρυχίου που έπρεπε να συνοδεύσουν. Στις έξι και 55 πρώτα λεπτά το U-133, ταξιδεύοντας στην επιφάνεια, πλησίασε την Αίγινα και βρισκόμενο σε απόσταση ενάμιση περίπου ναυτικού μιλίου ανατολικά του Τούρλου, έγινε ορατό από την σκοπιά της 1ης Ίλης της Παράκτιας Πυροβολαρχίας 603. Δύο λεπτά αργότερα, στις έξι και 57 πρώτα, η προαναφερόμενη σκοπιά του Τούρλου διαπίστωσε μια έκρηξη με έκλαμψη, στο σημείο που είχε εντοπιστεί το υποβρύχιο. Αμέσως μετά την έκρηξη το U-133 είχε εξαφανισθεί από την επιφάνεια του νερού. Το υποβρύχιο είχε βυθιστεί αύτανδρο, σε διάστημα λίγων λεπτών, μετά από πρόσκρουσή του σε νάρκη του παλιού ελληνικού ναρκοπεδίου Τούρλου-Φλεβών. Αυτή ήταν η τρίτη και τελευταία περιπολία του γερμανικού υποβρυχίου U-133 η οποία διήρκεσε μια περίπου ώρα. Σύμφωνα με τις φειδωλές πληροφορίες που προσφέρουν τα γερμανικά πολεμικά ημερολόγια, καθώς ο φάκελος U-133 της Διοίκησης Υποβρυχίων Μεσογείου δεν έχει μέχρι στιγμής βρεθεί και θεωρείται χαμένος, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η τελευταία πολεμική περιπολία του U-133 δεν είχε κανέναν άλλον στόχο πέρα από αυτόν που είχε διεκπεραιώσει και κατά την δεύτερη περιπολία του, την διακοπή της συμμαχικής βοήθειας προς το Tobruk. Η πτώση του Tobruk αποτελούσε, το διάστημα αυτό, την προϋπόθεση για την συνέχιση της γερμανικής επίθεσης η οποία είχε σαν άμεσο στόχο τον έλεγχο της Κυρηναϊκής και κατ΄ επέκταση των πετρελαίων της ευρύτερης περιοχής, των τόσο σημαντικών για την κινητικότητα του γερμανικού στρατού και την με αυτή συνδεόμενη έκβαση του πολέμου.

Mέρος Γ
Το ελληνικό ναρκοπέδιο Τούρλου-Φλεβών και το χρονικό της βύθιση του U-133.

Όπως επακριβώς αναφέρεται στον Α΄ τόμο του Ημερολογίου Πολέμου του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, αμέσως μετά τον τορπιλισμό του εύδρομου ΕΛΛΗ στην Τήνο, την 15.8.1940, και την επικείμενη απειλή της ιταλικής επίθεσης, που το γεγονός αυτό δήλωνε, το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού κοινοποίησε στις 23 Αυγούστου 1940, με την απόρρητη διαταγή Κ/27/4332, σχέδιο πόντισης ναρκοπεδίων στις θαλάσσιες περιοχές Τούρλου-Φλεβών, Μεθάνων-Μονής, και βόρειο και νότιο Ευβοϊκό. Κύριος σκοπός των ναρκοπεδίων αυτών ήταν η προστασία της θαλάσσιας περιοχής που βρισκόταν στα δυτικά του Σαρωνικού κόλπου – στην οποία βρίσκονταν σημεία μεγάλης στρατηγικής σημασίας όπως το λιμάνι του Πειραιά, ο ναύσταθμος της Σαλαμίνας, η είσοδος της διώρυγας της Κορίνθου κ.λπ. – καθώς και η προστασία των θαλασσίων διαύλων ανάμεσα στην Εύβοια και τις ακτές της Στερεάς Ελλάδας. Αφήνοντας ανοιχτές και με παράκτιο πυροβολικό προφυλαγμένες τις διόδους ανάμεσα στις Φλέβες και την Αττική, καθώς και την μικρή δίοδο ανάμεσα στην χερσόνησο των Μεθάνων και την νήσο Μονή, παρεχόταν η δυνατότητα μετατροπής της θαλάσσιας περιοχής, στα δυτικά του Σαρωνικού, σε μια κλειστή θάλασσα στην οποία θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εισχωρήσουν τα ιταλικά υποβρύχια και πλοία τα οποία χρησιμοποιούσαν σαν επιχειρησιακή βάση τους τα τότε ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα.

Την νύχτα της 29ης προς την 30η Οκτωβρίου 1940, αμέσως μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, ξεκίνησε η επιχείρηση πόντισης των ναρκοπεδίων Τούρλου-Φλεβών και Μεθάνων-Μονής, υπό την εποπτεία του ανώτερου διοικητή των αντιτορπιλικών πλοίαρχο Γρηγόριο Μεζεβίρη. Για την πόντιση του ναρκοπεδίου Μεθάνων-Μονής, εκτάσεως 5.700 μέτρων, χρησιμοποιήθηκαν σαν ναρκοβόλα τα βοηθητικά πλοία ΑΛΙΑΚΜΩΝ και ΣΤΡΥΜΩΝ, επικουρούμενα από το αντιτορπιλικό ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ. Στο ναρκοπέδιο αυτό τοποθετήθηκαν 115 νάρκες τύπου Vickers. Για την πόντιση του ναρκοπεδίου Τούρλου-Φλεβών, εκτάσεως 15.800 μέτρων, χρησιμοποιήθηκαν σαν ναρκοβόλα το βοηθητικό πλοίο φάρων ΩΡΙΩΝ και τα αντιτορπιλικά ΠΑΝΘΗΡ, ΑΕΤΟΣ, ΙΕΡΑΞ και ΥΔΡΑ, επικουρούμενα από τα αντιτορπιλικά ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΛΕΩΝ και ΣΠΕΤΣΕΣ. Το προγραμματισμένο σχέδιο, σύμφωνα με τις διαταγές, ήταν να ποντιστούν 325 νάρκες εκ των οποίων οι 155 ήταν τύπου Vickers και οι 170 τύπου «Μ». Το γράμμα «Μ» ήταν ο κωδικός για τις ελληνικές νάρκες Μωραΐτη. Το ναρκοπέδιο θα ξεκινούσε έχοντας σαν δυτικό όριο έναν σημαντήρα, ποντισμένο σε απόσταση 550 μέτρων από το ακρωτήριο Τούρλος, και θα κατέληγε, ακολουθώντας ευθεία γραμμή, σε απόσταση 200 μέτρων, σαν ανατολικό όριο, από την νήσο Φλέβες.

Η πόντιση πραγματοποιήθηκε από τα προαναφερόμενα πλοία χωρισμένα σε δυο ομάδες. Η μια ομάδα κινήθηκε από τις Φλέβες προς της Αίγινα, με πορεία 270 μοίρες, και η άλλη ομάδα από την Αίγινα προς τις Φλέβες, ακολουθώντας πορεία 90 μοίρες. Η έναρξη της πόντισης ναρκών όμως, της ομάδας που κατευθύνθηκε από την Αίγινα προς τις Φλέβες, πραγματοποιήθηκε 350 μέτρα ανατολικότερα από τον σημαντήρα που είχε τοποθετηθεί στον Τούρλο. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τον ρυθμό πόντισης και την μέση ταχύτητα των ναρκοβόλων, οδήγησε στην ελλιπή τοποθέτηση ναρκών με αποτέλεσμα να περισσέψουν 100 νάρκες και να υπάρχουν πολλά σημαντικά κενά στο ναρκοπέδιο. Αν και το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού διέταξε την κάλυψη των κενών αυτών, η οποία πραγματοποιήθηκε 15 ημέρες αργότερα, η πόντιση δεν απέδωσε καθώς από τις 100 νάρκες που είχαν προγραμματισθεί να τοποθετηθούν για την κάλυψη των κενών, ποντίστηκαν τελικά μόνο 14. Σαν αιτία θεωρήθηκε η επικινδυνότητα του εγχειρήματος, γεγονός το οποίο αποδείχθηκε αργότερα περίτρανα όταν τα μεσάνυχτα (ώρα 00.30) της 29ης Μαρτίου 1941 το ναυαγοσωστικό πλοίο του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού ΜΙΜΗΣ (πρώην JANE JOLLIFFE), με κυβερνήτη τον Ηλία Δεγιάννη, βυθίστηκε με 23 απώλειες μετά από πρόσκρουση σε νάρκη του ναρκοπεδίου Τούρλου-Φλεβών.

Τα προαναφερόμενα ναρκοπέδια παρέμειναν ως είχαν καθ΄ όλη την διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου. Μετά την γερμανική επίθεση στην Ελλάδα, τις μάχες των οχυρών, την κατάρρευση του μετώπου, και την κατάληψη της Αθήνας, τον Απρίλιο του 1941, από τον γερμανικό στρατό κατοχής, τα προϋπάρχοντα ελληνικά ναρκοπέδια ενσωματώθηκαν στα αμυντικά σχέδια των δυνάμεων του Άξονα. Έτσι τα ναρκοπέδια Τούρλου-Φλεβών και Μεθάνων-Μονής, ενσωματώθηκαν στο αμυντικό σχέδιο προστασίας της Αττικής και αναφέρονται στους γερμανικούς στρατιωτικούς χάρτες και τα πολεμικά ημερολόγια του ναυτικού, με τον όρο «εχθρικά ναρκοπέδια» ή «παλιά ναρκοπέδια». Εκτός από το ναρκοπέδιο Τούρλου-Φλεβών, ενσωματώθηκαν στην γερμανική άμυνα και οι παλιές ελληνικές ναυτικές βάσεις του Τούρλου Αιγίνης και της νήσου Φλεβών, στις οποίες εγκαταστάθηκε η Παράκτια Πυροβολαρχία 603 του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού. Ανάμεσα στις αρμοδιότητες της πυροβολαρχίας αυτής, συγκαταλεγόταν αφενός η επιτήρηση του ναρκοπεδίου και αφετέρου ο έλεγχος των πλοίων που περνώντας την δίοδο του Τούρλου και των Φλεβών, κατευθύνονταν στο λιμάνι του Πειραιά. Από την πλευρά του Τούρλου υπήρχε αρχικά φωτεινός σηματοδότης που καθόριζε το πέρασμα και βοηθούσε την ναυσιπλοΐα.

Απ΄ ότι φαίνεται – σύμφωνα με τις καταχωρήσεις του πολεμικού ημερολογίου της Αμυντικής Ναυτικής Διοίκησης Αττικής, διοικητής της οποίας ήταν το διάστημα αυτό ο αντιπλοίαρχος Richard Leffler – ο στρατός κατοχής είχε συνεχώς προβλήματα με το ναρκοπέδιο Τούρλου-Φλεβών, καθώς η αποκοπή ναρκών και ο με το γεγονός αυτό σχετιζόμενος ναυτιλιακός κίνδυνος ήταν σχεδόν καθημερινός. Έτσι από τον Οκτώβρη μέχρι και τον Νοέμβρη του 1941, πραγματοποιήθηκε διαπλάτυνση της διόδου του ναρκοπεδίου με αποτέλεσμα να αυξηθεί σε ενάμισι ναυτικό μίλι. Τα προβλήματα όμως δεν σταμάτησαν εκεί, οι νάρκες του παλιού ελληνικού ναρκοπεδίου συνέχισαν να ξεβράζονται σε ακτές ή να αποκόβονται από τα αγκυροβόλια τους και να επιπλέουν αποτελώντας κίνδυνο όχι μόνο για τα γερμανικά ή τα ιταλικά πολεμικά και τα επιταγμένα πλοία, αλλά και για τα ελληνικά πετρελαιοκίνητα. Στις 12.1.1942, για παράδειγμα, εξουδετερώθηκαν δυο επιπλέοντες νάρκες. Στις 16.1.1942 ανατινάχθηκε μια νάρκη, από το προαναφερόμενο ναρκοπέδιο, στα Λεμονάδικα, στον Πειραιά. Στις 18.1.1942 ένα ελληνικό πετρελαιοκίνητο συγκρούσθηκε με επιπλέουσα νάρκη κοντά στον Τούρλο και βυθίστηκε με θύματα. Οι αναφορές είναι πολλές. Θα πρέπει να αναφερθεί και να τονισθεί στο σημείο αυτό επίσης, ότι στην συγκεκριμένη περιοχή, κατά το διάστημα της βύθισης του U-133, υπήρχαν μόνο τα παλιά ελληνικά ναρκοπέδια του Τούρλου-Φλεβών και Μεθάνων-Μονής. Ο γερμανικός στρατός κατοχής άρχισε να τοποθετεί δικά του ναρκοπέδια από τον Δεκέμβρη του 1942 και μετά, καθώς το 1941 τα θαλάσσια μέσα που είχε στην διάθεσή του στο Αιγαίο ήταν ελάχιστα. Αν και ορισμένα σημαντικά ναρκοπέδια, ανάμεσα στο Σούνιο και την ακατοίκητη νήσο Σαν Τζώρτζης, είχαν τοποθετηθεί από το ναρκοβόλο του ιταλικού Πολεμικού Ναυτικού BARLETTA, σε συνεργασία με την Kriegsmarine, στην θαλάσσια περιοχή Τούρλου-Φλεβών και Μεθάνων-Μονής, τα μόνα ναρκοπέδια που υπήρχαν ήταν τα ναρκοπέδια που είχαν τοποθετηθεί τον Οκτώβρη του 1940 από ελληνικά αντιτορπιλικά.

Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί επίσης ότι σύμφωνα με την γερμανική Αμυντική Ναυτική Διοίκηση Αττικής, δώδεκα ημέρες πριν την βύθιση του υποβρυχίου, την 2.3.1942, ο φανός σηματοδότησης της διόδου του ναρκοπεδίου στον Τούρλο αποκόπηκε, μετά από πρόσκρουση επάνω του ενός φορτηγού πλοίου το οποίο και τον παρέσυρε. Στις 8.3.1942, έξι ημέρες πριν το ατύχημα του U-133, ο φανός αντικαταστάθηκε με μια απλή τσαμαδούρα επιφανείας. Από την καταχώρηση αυτή και μετά, δεν υπάρχει καμία αναφορά πλέον για το θέμα αντικατάστασης της τσαμαδούρας με φανό σηματοδότησης στην δίοδο του Τούρλου. Αν υπολογίσει κανείς ότι την ημέρα της βύθισης του υποβρυχίου, Σάββατο 14.3.1942, το ηλιοβασίλεμα άρχιζε στις 18:20 και το φεγγάρι βρισκόταν σε φάση δυο ημερών από την νέα σελήνη, πιθανώς να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι την ώρα της βύθισης του U-133, εφτά το απόγευμα, η τσαμαδούρα επιφανείας, η οποία οριοθετούσε την δίοδο του ναρκοπεδίου, ίσως δεν ήταν πλέον ορατή και διακριτή από το πλήρωμα του U-133.

Σύμφωνα με τις σύντομες καταγραφές του πολεμικού ημερολογίου της Παράκτιας Πυροβολαρχίας 603 του Τούρλου Αιγίνης, του οποίου οι ναύτες που είχαν σκοπιά υπήρξαν και οι μόνοι αυτόπτες μάρτυρες, το γεγονός της βύθισης του U-133 συνέβη χρονολογικά ως εξής:

18:10 Ένα υποβρύχιο έρχεται από την πλευρά του Πειραιά με πορεία νότια (Σήμα απόπλου υποβρυχίου δεν ελήφθη από την Ναυτική Βάση Αιγίνης).
18:55 Η σκοπιά Τούρλος Ι πληροφορεί για ένα σκάφος με πορεία νότια. Το σκάφος ταυτοποιείται σαν υποβρύχιο.
18:57 Από το σκάφος τινάζεται ένας άσπρος πίδακας με έκλαμψη και αμέσως μετά ακούγεται μια κούφια έκρηξη. Το υποβρύχιο είχε εξαφανιστεί.
19:02 Μήνυμα προς τον ναυτικό διοικητή: «Ένα υποβρύχιο ερχόμενο από την πλευρά του Πειραιά πιθανώς συγκρούστηκε με νάρκη και βυθίστηκε».
19:10 Στο κάλεσμα της Ναυτικής Βάσης Αιγίνης δηλώνουν παρών οι ακταιωροί 12 V 9 και 12 V 10. Και τα δυο πλοία οδηγούνται με την χρήση των προβολέων στο σημείο του ναυαγίου.
20:15 Το 12 V 9 ακολουθεί πορεία προς τα βόρεια. Μήνυμα της Ναυτικής Βάσης Αιγίνης: «Παραμείνετε! Σύμφωνα με διαταγή του ναυτικού διοικητή διατάσσεστε να συμμετάσχετε στην έρευνα». Το 12 V 9 δείχνει σήμα: «Κατάλαβα».
20:30 Το 12 V 9 δεν εκπέμπει πλέον σήμα, κατά πάσα πιθανότητα κατευθύνθηκε προς τις Φλέβες.
20:50 Το 12 V 10 διατάσετε να τοποθετήσει τσαμαδούρα στο σημείο του ατυχήματος και στέλνει μήνυμα: «Τσαμαδούρα μη διαθέσιμη».
21:15 Μια ιταλική τορπιλάκατος καταφθάνει και ερευνά κάτω από το φως των προβολέων το σημείο του ατυχήματος.
21:45 Καταφθάνουν τα από τον ναυτικό διοικητή ανακοινωθέντα ρυμουλκά τα οποία συμμετέχουν στην έρευνα (Δεν βρέθηκαν ούτε κομμάτια του ναυαγίου, αλλά ούτε άλλα στοιχεία).

Το πολεμικό ημερολόγιο της Ναυτικής Διοίκησης Αττικής, στην καταχώρηση της 14ης και 15ης Μαρτίου 1942, περιγράφει το ίδιο γεγονός ως εξής:

Η Παράκτια Πυροβολαρχία 603 πληροφορεί ότι στις 19:02 ένα υποβρύχιο στο ακρωτήριο Τούρλος προσέκρουσε σε νάρκη και βυθίστηκε. Επειδή στις 18:00 υπήρξε απόπλους δικού μας υποβρυχίου, θεωρείται ότι το βυθισθέν υποβρύχιο είναι δικό μας. Ειδοποιήθηκε το Ναυαρχείο Αιγαίου, ο 23ος Στολίσκος Υποβρυχίων και η μονάδα Θαλάσσιου Κινδύνου. Ο διοικητής λιμένος στέλνει στις 19:30 δυο ρυμουλκά υπό την διοίκηση του υποπλοίαρχου Schweyer. Αν και ο 12ος Παράκτιος Αμυντικός Στολίσκος Αττικής δεν διαθέτει κανένα πλοίο ελεύθερο, θεωρούμε ότι τα πλοία 12 V 9 και 12 V 10 βρίσκονται κοντά στο σημείο του ατυχήματος. Πραγματικά υπήρξε εφικτό, μετά από μήνυμα της Ναυτικής Βάσης Αιγίνης, να κατευθυνθούν εκεί και να παραμείνουν στο σημείο του ατυχήματος μέχρι της 23:00. […] Το σημείο του ατυχήματος φωτίζεται από τους προβολείς της μονάδας του πυροβολικού. Οι εργασίες και η ναυσιπλοΐα ήταν δύσκολες στην περιοχή λόγω άσχημης ορατότητας και λόγω των φωτοβολίδων που πυροδοτήθηκαν μετά από αεροπορική επιδρομή. Η ειδοποίηση προς τις ακταιωρούς να παραμείνουν στη θέση του ατυχήματος με ένα πλοίο, ενώ το δεύτερο πλοίο θα φρόντιζε για τα καύσιμα, δεν ελήφθη. Μετά από αναποτελεσματική έρευνα στον τόπο του ναυαγίου, οι ακταιωροί και το εναπομείναν ρυμουλκό ξεκίνησαν για να καταπλεύσουν στον Πειραιά. Επειδή οι πληροφορίες της Παράκτιας Πυροβολαρχίας 603, σε σχέση με τον τόπο του ατυχήματος, κυμαίνονται ανάμεσα σε 800 με 2000 μέτρα απόσταση από την στεριά, και επειδή η αιτία της έκρηξης που οδήγησε στην βύθιση του υποβρυχίου δεν έχει διερευνηθεί, και επιπλέον επειδή θεωρείται πιθανή η ύπαρξη εχθρικών ναρκών, διατάχθηκε έρευνα για νάρκες στην περιοχή του Τούρλου με το ξημέρωμα της 15.3.42. Μετά από το μήνυμα της Αίγινας, ότι οι ακταιωροί και το ρυμουλκό αποχώρησαν από το σημείο του ατυχήματος, διατάχθηκε άμεσος απόπλους μιας ακταιωρού και ενός ρυμουλκού. Γύρω στις 24:00 μήνυμα από τη ναυτική διοίκηση Πειραιά ότι το 12 V 10 βρίσκεται στην εξωτερική άκρη του ναρκοπεδίου και δηλώνει την θέση του εκτοξεύοντας κόκκινα αστέρια (φωτοβολίδες). Για την αποφυγή επιπλέον ατυχημάτων ο ναυτικός διοικητής επιθυμεί η αποστολή της ακταιωρού και του ρυμουλκού να πραγματοποιηθεί μόλις ξημερώσει. Η επιθυμία όμως του Ναυαρχείου Αιγαίου είναι αυτά να αποσταλούν αμέσως. Πραγματικά, αν και το 12 V 10 κατέπλευσε χωρίς την άδεια της ναυτικής βάσης και χωρίς να προκύψει κάτι ενδιάμεσο, διατάχθηκε στις 01:00 της 15.3. να αποπλεύσει και πάλι για τον τόπο του ατυχήματος. Το ρυμουλκό θα σταλεί εκεί μόλις ξημερώσει, καθώς το ρυμουλκό με τον υποπλοίαρχο Schweyer δεν επέστρεψε και κατά τα φαινόμενα βρίσκεται ακόμα στον τόπο του ατυχήματος. Οι υπόλοιπες σωστικές προσπάθειες θα διευθετηθούν από το Ναυαρχείο Αιγαίου και από τον 23ο Στολίσκο Υποβρυχίων».

Αυτά είναι τα επίσημα, πρωτεύοντα και ουσιαστικά στοιχεία της βύθισης, τα οποία εν μέρει συναντιούνται και σε καταχωρήσεις άλλων μονάδων. Το γεγονός της βύθισης του U-133 εκτιμήθηκε σαν λάθος ναυτιλιακού χειρισμού και χρεώθηκε πρωτίστως στην απειρία του κυβερνήτη ανθυποπλοίαρχου Eberhard Mohr, ο οποίος αμέσως μετά τον θάνατό του έλαβε τιμητική προαγωγή σε υποπλοίαρχο. Αν και υπάρχουν πολλές θεωρίες για τα αίτια βύθισης του υποβρυχίου, εμπεριέχουν όλες σοβαρές ανακρίβειες ή στοιχεία τα οποία αντιβαίνουν στα γεγονότα και στα ιστορικά τεκμήρια. Οι πιο σοβαρές από αυτές προσεγγίζουν το γεγονός της βύθισης μέσα από τα ιστορικά στρατιωτικά ντοκουμέντα, χωρίς όμως να καταφέρουν ποτέ να αρθρώσουν μια εμπεριστατωμένη και με στοιχεία τεκμηριωμένη θέση. Ίσως τελικά δεν μάθουμε ποτέ τους ακριβείς λόγους που οδήγησαν στο ναυτιλιακό σφάλμα και την με αυτό συνδεόμενη βύθιση του U-133, καθώς δεν υπάρχει καμία άλλη μαρτυρία πέρα από μια σύντομη αναφορά των μόνων αυτόπτων μαρτύρων, των ναυτών της Σκοπιάς Ι της Παράκτιας Πυροβολαρχίας 603 του Τούρλου Αιγίνης.

Η γερμανική έρευνα μετά το ατύχημα.

Αμέσως μετά την βύθιση του υποβρυχίου U-133, πραγματοποιήθηκαν μια σειρά από ενέργειες, οι οποίες είχαν σκοπό να εντοπιστεί κατ΄ αρχάς το ναυάγιο, να διαπιστωθεί αν υπήρξαν επιζώντες, να εξακριβωθεί η αιτία βύθισής του και να εκτιμηθεί το μέγεθος της ζημιάς. Τις έρευνες για την εντόπιση του ναυαγίου και για τα αίτια της βύθισης τα ανέλαβε ο διοικητής των ναρκαλιευτικών του 12ου Παράκτιου Αμυντικού Στολίσκου Αττικής υποπλοίαρχος Albert Oesterlin, σε συνεργασία με τον διοικητή της Ναυτικής Άμυνας Αττικής αντιπλοίαρχο Richard Leffler, και τον διοικητή του 23ου Στολίσκου Υποβρυχίων υποπλοίαρχο Fritz Frauenheim. Όπως αναφέρεται στις καταχωρήσεις του ημερολογίου της μονάδας του Oesterlin, αμέσως μετά την βύθιση του U-133:

Τα ναρκαλιευτικά 12 M 2, 12 M 6 και 12 M 7 απέπλευσαν από τον Πειραιά έχοντας για αποστολή την εύρεση του ναυαγίου και την διεύρυνση της διόδου, στο ναρκοπέδιο του Τούρλου, κατά 1,5 ναυτικό μίλι. Κατά το ξεκίνημα των εργασιών εντοπίστηκαν πολλές διασκορπισμένες κηλίδες πετρελαίου. Κατά το μεσημέρι, όταν ξεκίνησε το από τον νότο ερχόμενο υποβρύχιο ρεύμα, εντοπίστηκε σε περίπου 3.000 μέτρα από την ακτή, στο ναρκοπέδιο, μια έντονη συνεχής έκλυση πετρελαίου. Μια μεγάλη κηλίδα πετρελαίου δημιουργήθηκε μεταφερόμενη από το ρεύμα προς τα βόρεια (άνεμος ανατολικός 4-5). Το βάθος, στο σημείο όπου κατά πάσα πιθανότητα βρίσκεται το ναυάγιο, είναι 80 μέτρα. Η εκλυόμενη κηλίδα του πετρελαίου παρέμεινε μέχρι και την έλευση της νύχτας. Για την ένδειξη της ακριβής τοποθέτησης του ναρκοπεδίου ποντίστηκαν με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, πραγματοποιώντας παράλληλα κύκλους προς τα ανατολικά και τα δυτικά και σε απόσταση 6.000 μέτρα ανατολικά από το ακρωτήριο Τούρλος, τσαμαδούρες με αγκυροβόλια στα σημεία των ναρκών. Κατά την διάρκεια της εργασίας αυτής περάσαμε πάνω από πολλές νάρκες οι οποίες με το ανοιχτό γκρίζο χρώμα τους είναι έντονα ορατές. (Βρίσκονται ποντισμένες σε βάθος 3-4 μέτρα κάτω από την επιφάνεια). Αμέσως μετά τοποθετήθηκαν δηκτικές τσαμαδούρες που σημάδευαν τις ελεύθερες διόδους για την συνέχιση της ναρκαλιείας. (Απόσταση από την άκρα Τούρλος 2.400 μέτρα).

Στις 16.3.1942 και μετά από τις πληροφορίες των γερμανικών μονάδων για το χρονικό της βύθισης, ο διοικητής της γερμανικής Ναυτικής Διοίκησης Νότου, με έδρα της την Σόφια της Βουλγαρίας, ναύαρχος Karlgeorg Schuster, καταχώρησε στο πολεμικό ημερολόγιο της διοίκησης ότι:

Σε σχέση με την αναφορά από τον 23ο Στολίσκο Υποβρυχίων προς την Διοίκηση Υποβρυχίων Μεσογείου, σχετιζόμενη με την βύθιση του U-133 στο ναρκοπέδιο της Αίγινας, στις 14.3.42 ώρα 19:00, το Ναυαρχείο Αιγαίου δήλωσε ότι μέχρι στιγμής δεν βρέθηκαν ούτε επιζώντες, ούτε αντικείμενα του ναυαγίου. Το σημείο βύθισης, στο οποίο εκλύεται συνεχώς πετρέλαιο, βρίσκεται περίπου 4.000 μέτρα ανατολικά της άκρας Τούρλος, μέσα στο ναρκοπέδιο. Την επιθυμητή ανέλκυση του βυθισμένου υποβρυχίου, το οποίο βρίσκεται σε βάθος περίπου 90 μέτρων, θεωρώ εγώ – ειδικά λόγω της έλλειψης των μέσων και λόγω άλλων υψηλής προτεραιότητας εργασιών – χωρίς νόημα και διατάσσω το τέλος των εργασιών μέχρι την λήψη τελικής απόφασης από την Ανώτατη Διοίκηση Ναυτικού, για το αν είναι σημαντικό να ανελκυθεί ή όχι.

Στην συνέχεια, όπως αναφέρεται στο πολεμικό ημερολόγιο του 12ου Παράκτιου Αμυντικού Στολίσκου Αττικής, στις 17.3.1942:

Το ναυάγιο, λόγω της συνεχούς και έντονης έκλυσης πετρελαίου, εντοπίστηκε πολλαπλά και σημαδεύτηκε με δυο τσαμαδούρες, (ακριβώς πάνω από το ναυάγιο εντοπίστηκε μια νάρκη). Η πυροβολαρχία του Τούρλου μέτρησε με μηχάνημα την απόσταση των τσαμαδούρων από την στεριά, απόσταση τσαμαδούρας 2.200 μέτρα, απόσταση ναυαγίου 2.700 μέτρα. Στις 15:15 κατέφθασε ο αντιπλοίαρχος Weiher και ο υποπλοίαρχος Frauenheim, μαζί με δυο ιταλούς αντιπλοιάρχους, για επιθεώρηση στο σημείο του ναυαγίου. Σύμφωνα και με την δική τους γνώμη η συνεχής έκλυση πετρελαίου σημαδεύει το σημείο όπου βρίσκεται το ναυάγιο του υποβρυχίου. Πραγματοποιήθηκαν στην συνέχεια επισκέψεις και συζητήσεις με σκοπό την τοποθέτηση φανού στο σημείο του ναυαγίου, σε συνδυασμό με την επιπλέον τοποθέτηση φανού κάθετα στο ναυάγιο και βορειότερα από αυτό. Ο σκοπός είναι, με τον τρόπο αυτό, να επιτραπεί ο ασφαλής παράπλους της άκρας Τούρλος, σε μια απόσταση 500 – 100 μέτρων, κατά την διάρκεια της νύχτας.

Στις 18.3.1942 το ναυάγιο εντοπίστηκε ακόμα πιο καθαρά από την έκλυση όχι μόνο πετρελαίου, αλλά και φυσαλίδων. Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την διόρθωση της τοποθέτησης των τσαμαδούρων και την συνέχιση της διεύρυνσης της διόδου του ναρκοπεδίου του Τούρλου, μετά την αφαίρεση ναρκών. Στις 19.3.1942 διαβάζουμε ότι:

Το σημείο του ναυαγίου σημαδεύτηκε με μια κόκκινη τσαμαδούρα ακριβώς πάνω από το ναυάγιο και με δυο ακόμη τσαμαδούρες τοποθετημένες εκατέρωθεν σε απόσταση 50 μέτρων ανατολικά και δυτικά του ναυαγίου.

Στις 23.3.1942 η καταχώρηση στο πολεμικό ημερολόγιο του Ναυαρχείου Αιγαίου αναφέρει ότι:

Η θέση του υποβρυχίου U-133 έχει τώρα καθαρά εντοπισθεί και σημαδευτεί με πλωτήρες επιφανείας, μετά από την παρατήρηση έκλυσης φυσαλίδων και πετρελαίου, καθώς και με την σάρωση του βυθού με ηλεκτρική συσκευή λειτουργούσα σύμφωνα με την αρχή της μαγνητικής νάρκης. Το υποβρύχιο βρίσκεται βυθισμένο στο οικείο ναρκοπέδιο σε βάθος 78 μέτρων και σε απόσταση 2.700 μέτρων από την ακτή. Η αλιεία ναρκών, στην περιοχή του ατυχήματος, έχει αποπερατωθεί έτσι ώστε με καλές καιρικές συνθήκες μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο καταδυτικός κώδωνας. Οι απαιτούμενες προεργασίες βρίσκονται εν εξελίξει.

Μετά την λήψη, τις προηγούμενες ημέρες, των ημερολογιακών καταχωρήσεων των μονάδων που ασχολήθηκαν με το ατύχημα και την βύθιση του U-133 και ειδικά μετά την αναφορά του 12ου Παράκτιου Αμυντικού Στολίσκου Αττικής, ότι το υποβρύχιο βρίσκεται σε βάθος 80 περίπου μέτρων, η Ανώτατη Διοίκηση Ναυτικού, με έδρα της το Βερολίνο, αποφάσισε μια περαιτέρω εκτίμηση με σκοπό να διαπιστώσει αν το ναυάγιο του υποβρυχίου ήταν επισκευάσιμο ή όχι. Η σημαντικότητα του υποβρύχιου όπλου και η γενικότερη μεγάλη ανάγκη σε υποβρύχια στην Μεσόγειο, οδήγησε την γερμανική διοίκηση σε αυτήν την απόφαση καθώς η εκτίμηση για την κατάσταση του U-133 θα έδειχνε αν αυτό ήταν σε κατάσταση να επισκευασθεί για να ενταχθεί και πάλι στον 23ο Στολίσκο Υποβρυχίων. Καθώς το γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό δεν διέθετε την περίοδο αυτή την απαιτούμενη υποδομή στο Αιγαίο, για την πραγματοποίηση τέτοιων επιχειρήσεων, o διοικητής του γερμανικού Ναυαρχείου Αιγαίου, ναύαρχος Erich Forste, ζήτησε από τον διοικητή του Επιτελείου των ιταλικών Ναυτικών Δυνάμεων (Supermarina) στην Ελλάδα, αντιναύαρχο Arturo Catalano Gonzaga di Cirella, υλική και τεχνική υποστήριξη η οποία και του δόθηκε.

Οι προετοιμασίες και η έρευνα πραγματοποιήθηκαν από τον 12ο Παράκτιο Αμυντικό Στολίσκο Αττικής, με τα ναρκαλιευτικά 12 Μ 2 και 12 Μ 5, σε συνεργασία με το ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό, την Regia Marina Italiana. Η Regia Marina έθεσε στην διάθεση του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού το με καταδυτικό κώδωνα και δύτες επανδρωμένο και σαν ναυαγιαιρετικό εξοπλισμένο ρυμουλκό ΤΙΤΑΝ, το οποίο ήλθε ειδικά από την Κεφαλονιά για να συμμετάσχει στην επιχείρηση. Οι καταδύσεις – στις οποίες συμμετείχε εκτός του ιταλού δύτη ανθυποπλοίαρχου Enzo Biagi και ο γερμανός πολεμικός ανταποκριτής Werner Hartmann – πραγματοποιήθηκαν με κώδωνα στις 4 Απριλίου του 1942. Μετά τα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία αποτυπώθηκαν και τεκμηριώθηκαν επακριβώς από τον Albert Oesterlin, η Ανώτατη Διοίκηση Ναυτικού σταμάτησε κάθε σκέψη ανέλκυσης του U-133 και θεώρησε το υποβρύχιο ως ολική τεκμαρτή απώλεια. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρείχαν οι δύτες και τα οποία καταχωρήθηκαν γραπτώς και με συνοδευτικό σχέδιο στο πολεμικό ημερολόγιο του 12ου Παράκτιου Αμυντικού Στολίσκου Αττικής, το ναυάγιο δεν ήταν δυνατόν να επισκευασθεί λόγω της ολοκληρωτικής καταστροφής του. Από το σημείο αυτό και έπειτα δεν υπάρχει καμία αναφορά πλέον για το U-133 μέχρι και την ανακάλυψη του από τους επαγγελματίες δύτες Στάθη Μπαραμάτη και Θεόφιλο Κλήμη το 1986.

Μέρος  Δ

Η ανακάλυψη του ναυαγίου το 1986.

Το 1986 μια τράτα που καλάριζε στα βορειοανατολικά της Αίγινας, έξω από το ακρωτήριο Τούρλος, πιάστηκε με το δίχτυ της σε ένα άγνωστο αντικείμενο στον βυθό. Στην προσπάθειά της να απελευθερωθεί, διαπίστωσε ότι άρχισε να δημιουργείται στην επιφάνεια μια κηλίδα πετρελαίου. Μη γνωρίζοντας από που προερχόταν η κηλίδα και φοβούμενος ο κυβερνήτης της τράτας το υψηλό κόστος του προστίμου θαλάσσιας ρύπανσης, αποφάσισε να κόψει τα συρματόσχοινα αφήνοντας στον βυθό το δίχτυ και τις «πόρτες», τον μεταλλικό οδηγό που σπρώχνει τα ψάρια προς το εσωτερικό του διχτυού.

Το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια ή την επόμενη ημέρα, ένα σκάφος σφουγγαράδων, ερχόμενο από την βραχονησίδα Πετροκάραβο, στα νότια της Αίγινας, πέρασε από την προαναφερόμενη περιοχή. Οι επιβαίνοντες επαγγελματίες δύτες Στάθης Μπαραμάτης και Θεόφιλος Κλήμης, διέκριναν την κηλίδα και την πλησίασαν. Ο Θεόφιλος Κλήμης, έχοντας εμπειρία πολλών χρόνων, απεφάνθη ότι η πετρελαιοκηλίδα προερχόταν από ναυάγιο στον βυθό και αποφάσισε να σημαδέψει το σημείο με μια τσαμαδούρα, έχοντας σκοπό να επιστρέψουν την επομένη για να το καταδυθούν. Την επόμενη ημέρα ο Στάθης Μπαραμάτης καταδύθηκε στο σημείο που είχαν σημαδέψει, διαπιστώνοντας πάραυτα ότι πράγματι υπήρχε ναυάγιο και μάλιστα ότι επρόκειτο για ένα ναυάγιο υποβρυχίου. Από τον αγκυλωτό σταυρό και το σύμβολο του πολεμικού αετού που βρήκε στην πυξίδα του υποβρυχίου, διαπίστωσε ότι επρόκειτο για γερμανικό υποβρύχιο. Το υποβρύχιο, που έμελλε στην συνέχεια να ταυτοποιηθεί επακριβώς από τον επαγγελματία δύτη Κώστα Θωκταρίδη, σαν το γερμανικό υποβρύχιο U-133, είχε ανακαλυφθεί.

Κατά τα φαινόμενα η αρχική προσπάθεια της τράτας να απελευθερώσει το σκαλωμένο δίχτυ της, οδήγησε σε μικρή μετακίνηση του υποβρυχίου, με αποτέλεσμα να αλλάξουν οι πιέσεις στο εσωτερικό του, γεγονός το οποίο οδήγησε και πάλι στην συνεχή έκκληση φυσαλίδων και πετρελαίου το οποίο έγινε ορατό στην επιφάνεια τόσο από τον καπετάνιο της τράτας, όσο και από τους Μπαραμάτη-Κλήμη.

Τον χειμώνα του 2011-12, μετά από τηλεφωνικές συνομιλίες που είχα με τον Στάθη και τον Κώστα Μπαραμάτη, τον γιο του, και την παράκλησή μου για μια γραπτή μαρτυρία της εύρεσης του ναυαγίου του U-133, έλαβα την κάτωθι επιστολή στην οποία παραθέτονται από πρώτο χέρι τα κύρια στοιχεία της μαρτυρίας του Στάθη Μπαραμάτη, του ανθρώπου που πρώτος καταδύθηκε και είδε μεταπολεμικά το ναυάγιο του U-133. Τα αφηγητικά στοιχεία της επιστολής του όχι μόνο οριοθετούν την ιστορία της ανακάλυψης, αλλά και καθορίζουν τα δρώμενα αναδεικνύοντας την υπόσταση του γεγονότος της εύρεσης.

Επιστρέφοντας από βουτιά στην περιοχή Πετροκάραβο – πίσω από την Αίγινα – και καθώς η θάλασσα ήταν κάλμα, ανοιχτά του ακρωτηρίου Τούρλος, διέκρινα κηλίδες στην επιφάνεια και άρχισα να μονολογώ για τους άγνωστους επιπόλαιους που δημιούργησαν την κηλίδα μόλυνσης που έβλεπα. Ο Θεόφιλος Κλήμης, ο καπετάνιος, μόλις αντιλήφθηκε τι συμβαίνει, έκανε κράτη τη μηχανή λέγοντας μου ότι πρόκειται για κάποιο ναυάγιο. Μάλιστα νομίζαμε ότι το περιστατικό ήταν πρόσφατο, που να φανταζόμασταν τι θα βρούμε! Ρίξαμε ένα καλαδούρι αμέσως και αφού άνοιξα το βυθόμετρο – ένα παλαιού τύπου χαρτογραφικό – εντοπίσαμε σε λίγο το ναυάγιο στις 39 οργιές βάθος (71,29 μέτρα). Βάλαμε τα σημάδια μας, καθώς τότε δεν υπήρχαν GPS και άλλα τέτοια μέσα, και αναχωρήσαμε για το λιμάνι. Ήμουν ήδη χρεωμένος με δυο βαθιές βουτιές και δεν γινόταν να ξαναβουτήξω.

Την επομένη ξεκινήσαμε και αφού φτάσαμε στον τόπο μετά από μιάμιση ώρα, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε. Η αγωνία μου ήταν στο αποκορύφωμα της. Αμολήσαμε τα λάστιχα στη θάλασσα – όλες οι βουτιές γινόντουσαν με το σύστημα του ναργιλέ φυσικά – και αφού ντύθηκα έπεσα στο νερό. Κατεβαίνοντας τώρα έβλεπα τις κηλίδες μαζί με φυσαλίδες αέρα που ανέβαιναν και μαρτυρούσαν ότι στο ναυάγιο υπήρχαν ακόμα στεγανά. Φτάνοντας στις 25 με 30 οργιές, διέκρινα ένα στενόμακρο όγκο σαν πούρο. Λέω όγκο γιατί τα νερά ήταν πολύ κοφτά και η ορατότητα χάλια, αλλά με το ρεύμα που επικρατούσε βρέθηκα σε ένα με δυο λεπτά επάνω στο άγνωστο ναυάγιο το οποίο ήταν καλυμμένο με στρειδώνα μέχρι τα μπούνια. Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν πολεμικό, αλλά τα σφουγγάρια, τα στρείδια και ότι άλλο είχε κολλημένο επάνω του, καθώς και το δίχτυ μιας ανεμότρατας – κυρίως αυτό – καθιστούσαν δύσκολη την αναγνώριση του ναυαγίου. Εκ΄ των υστέρων μάθαμε ότι την ίδια ή την προηγούμενη ημέρα, ενώ μια τράτα κάλαρε στη περιοχή πιάστηκε το δίχτυ της στον βυθό με αποτέλεσμα να το εγκαταλείψει. Μετά από λίγο περνώντας μπροστά από τον πυργίσκο διέκρινα το πολυβόλο και κατάλαβα ότι επρόκειτο για υποβρύχιο. Στη συνέχεια πήγα κατά πλώρα μεριά όπου υπήρχε ένα μεγάλο ρήγμα, σαν να του έλειπε ένα κομμάτι της πλώρης. Όλη αυτή την ώρα η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά στη σκέψη πόσες ψυχές να έκρυβε στα στεγανά του. Μετά από 25 λεπτά βουτιά και περίπου 30 έως 35 λεπτά αποσυμπίεση, βγήκα στην επιφάνεια και μετέφερα στον Θεόφιλο τα όσα είδα. Εκείνος από την μεριά του μου επιβεβαίωσε ότι επρόκειτο για κάποιο υποβρύχιο.

Σε αυτό το σημείο θέλω να αναφέρω ότι οι ώρες κατάδυσης και αποσυμπίεσης, όσο παράξενο και να ακούγεται αυτό για τα σημερινά δεδομένα, είναι πραγματικές. Οι βουτιές μου είχαν ως εξής, η πρώτη βουτιά γινόταν στα 55-65 μέτρα για 35 έως 45 λεπτά παραμονή και λίγο λιγότερο από μια ώρα αποσυμπίεση. Η δεύτερη γινόταν μετά από δυο ώρες, λίγο πιο ρηχά, και με την ανάλογη αποσυμπίεση. Σίγουρα πολύ τραβηγμένες βουτιές, αλλά η καθημερινότητα και η εμπειρία χρόνων είχε φέρει και την ανάλογη πείρα. Σήμερα δεν θα το συνιστούσα σε κανέναν καθώς τα αποτελέσματα τόσο τραβηγμένων βουτιών τα γνωρίζουμε όλοι.

Οι καταδύσεις στο ναυάγιο συνεχιστήκανε για κάποιες ημέρες ακόμα γιατί έπρεπε να καθαριστεί το σκάφος από το πελώριο δίχτυ της τράτας που είχε πιαστεί επάνω του. Κατά την διάρκεια του καθαρισμού έσκασε ο θόλος της πυξίδας με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί επάνω της η πουλάδα να κρατά στα πόδια της τον αγκυλωτό σταυρό. Ήταν πια ξεκάθαρο, το ναυάγιο ήταν ένα γερμανικό υποβρύχιο. Η πυξίδα, η οποία ήταν ορειχάλκινη, γυροσκοπική, γύρω στα 25 με 30 κιλά, είχε στην μπάντα της, στα πλάγια, την πουλάδα με τον αγκυλωτό σταυρό και κάτι νούμερα. Όταν έσκασε ο θόλος της, η έκρηξη ήταν αρκετά τρομαχτική και ειδικά εκείνη την ώρα στο βυθό. Από κει και έπειτα το ενδιαφέρον χάθηκε γιατί για εμάς τους επαγγελματίες δύτες αυτό που παίζει σημαντικό ρόλο στην υπόθεση είναι ο χρηματικός παράγοντας. Από τα χρήματα αυτά ζούμε εμείς, από τη δουλειά μας, σε αντίθεση με άλλους που τα βρήκαν έτοιμα και χωρίς κόπο και το παίζουν υπεράνω χρημάτων. Εδώ θέλω να πω ότι σε διάρκεια άλλης μου κατάδυσης, στην ίδια περίπου περιοχή, εντόπισα άλλο ένα ναυάγιο στις 43 οργιές (78 μέτρα) αλλά ολικά κατεστραμμένο. Από ότι μπόρεσα να διακρίνω πρόκειται πιθανώς για πολεμικό.

Όσον αφορά το Θεόφιλο τώρα. Αυτός ήταν ειδικός στο κόψιμο ναυαγίων. Ήταν ο δύτης που πήγε στη Τήνο, τότε μετά τον τορπιλισμό του εύδρομου ΕΛΛΗ. Ήταν επίσης ο άνθρωπος με τον οποίο ήρθε σε επαφή ο Κουστώ, κατά την διάρκεια του ταξιδιού του στην Ελλάδα, για να τον κατατοπίσει σχετικά με τα σημάδια που ήταν βουλιαγμένος ο ΒΡΕΤΑΝΙΚΟΣ. Μάλιστα κατά την επιστροφή του, μετά από λίγο καιρό, γύρισε να ευχαριστήσει το Θεόφιλο και τον πέτυχε λίγο μετά αφού είχε «χτυπηθεί» σε βουτιά. Μάλιστα φεύγοντας του άφησε και κάτι ορούς. Έχει πολύ ιστορία ο παππούς Κλήμης αλλά τι να πρωτογράψω. Νομίζω επίσης ότι ο Θεόφιλος είχε δουλέψει και στο ΟΡΙΑ όπου βγάζανε από εκεί λάστιχα αυτοκινήτων και τα πουλάγανε για 1-3 λίρες χρυσές το κομμάτι. Παπούτσια λέει τα κάνανε.

Αυτά είχα να δηλώσω σε γενικές γραμμές για την εύρεση του γερμανικού υποβρυχίου.

Ευστάθιος Μπαραμάτης»

Το U-133 σήμερα.

Αμέσως μετά την ανακάλυψη του υποβρυχίου, ο Στάθης Μπαραμάτης, όντας επαγγελματίας δύτης και εκτιμώντας το εύρημα του, αφενός ως ιστορικό αντικείμενο και αφετέρου ως σύνολο αξιοποιήσιμων ακριβών μετάλλων, απευθύνθηκε αρχικά στην γερμανική πρεσβεία της Αθήνας, γνωστοποιώντας το εύρημα και ρωτώντας αν υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον από την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Όπως μας πληροφορεί ο γιος του, Κωνσταντίνος Μπαραμάτης, οι Γερμανοί όχι μόνο δεν έδειξαν ενδιαφέρον αλλά και δήλωσαν κατηγορηματικά «Αφήστε τους νεκρούς στον τάφο τους. Ο Χίτλερ είναι μια μεγάλη ντροπή για μας». Επιπλέον τους δήλωσαν ότι η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν είχε κανένα απολύτως ενδιαφέρον για το εύρημα. Μετά την άρνηση των Γερμανών και το μηδενικό ενδιαφέρον τους, ο Στάθης Μπαραμάτης απευθύνθηκε στην συνέχεια στον επίσης επαγγελματία δύτη Γιάννη Πανάγο, ιδιοκτήτη της εταιρείας «Ν.Ε. Ιωάννης Πανάγος», ζητώντας την συνδρομή του για μια πιθανή ανέλκυση και εκποίηση των μετάλλων του υποβρυχίου. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι το 2003 που θεσπίστηκε ο ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/48064/3385 (ΦΕΚ 1701/Β/19-11-2003) – ο οποίος χαρακτηρίζει τα ναυάγια, των οποίων έχουν παρέλθει 50 χρόνια από την βύθιση τους, σαν πολιτιστικά μνημεία – η ανέλκυση πλοίων που είχαν βυθιστεί επιτρεπόταν μετά από έγκριση των υπεύθυνων αρχών. Προϋπόθεση ήταν η κατάθεση αίτησης με τα στοιχεία του ναυαγίου και την παράκληση του αιτούντος. Συνεπικουρούμενος από τον Γιάννη Πανάγο, ο Στάθης Μπαραμάτης υπέβαλε στις 27.02.1989 αίτηση κατοχύρωσης και ανέλκυσης του ναυαγίου στην Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό 1753. Αργότερα υποβλήθηκε και δεύτερη αίτηση, στο Πολεμικό Ναυτικό αυτή την φορά, μόνο από τον Γιάννη Πανάγο, με σκοπό την αγορά του ναυαγίου. Οι δυο αιτήσεις δεν εγκρίθηκαν από τις υπεύθυνες αρχές με αποτέλεσμα την μη πραγματοποίηση της ανέλκυσης του υποβρυχίου.

Δυο χρόνια αργότερα, το 1991, σε άρθρο της εφημερίδας «Μεσημβρινή», της 04.03.1991, ο δημοσιογράφος Γ. Καράγιωργας, σε ρεπορτάζ του με τον τίτλο «Γερμανικό λαβράκι στον βυθό», παίρνοντας συνέντευξη από τον Γιάννη Πανάγο, αναφέρει το περιστατικό της τράτας συμπληρώνοντας ότι η ανακάλυψη του ναυαγίου «έγινε γνωστή στην κλειστή κοινωνία των παλικαριών της θάλασσας που βουτούν για σφουγγάρια». Δηλαδή ο κύκλος των επαγγελματιών γνώριζε την ύπαρξη του γερμανικού υποβρυχίου στα ανατολικά της Αίγινας. Όπως πληροφορεί ο Γιάννης Πανάγος, στο προαναφερόμενο άρθρο, το στίγμα του ναυαγίου που είχε καταχωρηθεί στην αίτηση ανέλκυσης του Στάθη Μπαραμάτη ήταν «παραπλανητικό» και δεν είχε καμία σχέση με την πραγματική θέση του ναυαγίου. Έτσι μπορεί να θεωρηθεί ότι το ακριβές στίγμα του υποβρυχίου ήταν κτήμα μόνον του Μπαραμάτη και του Πανάγου, αλλά η περιοχή ήταν γνωστή καθώς ο Γ. Καράγιωργας αναφέρεται επανειλημμένα για το σημείο βύθισης στο άρθρο του, δηλώνοντας ότι το υποβρύχιο βρισκόταν «ανατολικά της Αίγινας». Από το σημείο αυτό και μετά, μέσω του άρθρου της με πανελλαδική κυκλοφορία εφημερίδας «Μεσημβρινή», έγινε γνωστό ότι στα ανατολικά της Αίγινας βρέθηκε ναυάγιο γερμανικού υποβρυχίου με αποτέλεσμα από τα τέλη της δεκαετίας του ΄90 να αρχίσουν οι επισκέψεις σε αυτό, αυτοδυτών τεχνικής κατάδυσης.Το γερμανικό υποβρύχιο U-133, το οποίο βρίσκεται μέχρι σήμερα βυθισμένο στα βορειοανατολικά της Αίγινας, αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς και σπάνιους ιστορικούς υλικούς μάρτυρες που έχουν απομείνει να θυμίζουν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιστορική του υπόσταση – εκφρασμένη μέσα από τον ρόλο του σαν υποβρύχιο μετώπου στην Μάχη του Ατλαντικού, αλλά και της γερμανικής εκστρατείας στην Κυρηναϊκή, και ταυτόχρονα η ένταξή του στον πρώτο γερμανικό υποβρυχιακό στολίσκο της Μεσογείου, τον 23ο, με βάση του την Σαλαμίνα – αναγάγει το U-133 σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό ιστορικό αντικείμενο το οποίο εμπλέκεται αναπόσπαστα στην ιστορία όλων των λαών που συμμετείχαν, άμεσα ή έμμεσα, στις στρατιωτικές επιχειρήσεις που διήρκεσαν από τον Σεπτέμβριο του 1939 έως και τον Μάιο του 1945.

Το U-133 αποτελεί πέρα από τον ρόλο του ιστορικού αντικειμένου και υγρό τάφο καθώς μέσα σε αυτό βρίσκονται μέχρι σήμερα τα υπολείμματα του πληρώματός του. Τα περισσότερα μέλη του ήταν νέα παιδιά τα οποία έχασαν την ζωή τους ακολουθώντας με φανατισμό άκρως σοβινιστικά οράματα, τα οποία οδήγησαν στο παγκόσμιο αιματοκύλισμα που σήμερα ονομάζεται, επιεικώς κατά την γνώμη μου, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Έτσι το U-133, μέσα από την τραγική του ιστορικότητα και τον βίαιο χαμό του, αφήνει να αναδειχθεί και ένας ακόμα παράγοντας ο οποίος αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο του ναυαγίου. Πρόκειται για τον νοητό ομφάλιο λώρο ο οποίος συνδέει το άψυχο αυτό αντικείμενο με τα δεινά του πολέμου, εμπεριέχοντας ταυτόχρονα και τα στοιχεία εκείνα τα οποία το καθιστούν φορέα ενός μηνύματος εκείνων που πλέον δεν έχουν φωνή για να το πουν και το οποίο, κατά την γνώμη μου, δεν μπορεί να είναι άλλο από το «Όχι ξανά πόλεμος!». Ένα ξεκάθαρο μήνυμα συναγερμού για την αποφυγή παρόμοιων γεγονότων που θα μπορούσαν να προκύψουν στο μέλλον.

Το άρθρο αυτό στηρίχθηκε πρωτίστως σε πρωτογενείς πηγές των γερμανικών πολεμικών αρχείων, όπως αυτές του Ομοσπονδιακού Αρχείου του Freiburg και των πολεμικών ημερολογίων των γερμανικών μονάδων που έδρασαν στην Ελλάδα και βρίσκονται καταχωρημένες στα μικροφίλμ της NARA, Washington D.C.. Χωρίς όμως την συνδρομή εκλεκτών ερευνητών και φίλων, η αρχειακή έρευνα και η έρευνα πεδίου δεν θα ήταν δυνατή ή τουλάχιστον δεν θα έφθανε στο ιστορικό βάθος που έφθασε σε αυτό το πόνημα. Θα ήθελα λοιπόν, στο σημείο αυτό, να εκφράσω τις ευχαριστίες μου σε όλους όσους συνέβαλαν για την ανάδειξη του γερμανικού υποβρυχίου U-133. Οι ευχαριστίες μου απευθύνονται, όσον αφορά την αρχειακή έρευνα, στους Theodor Dorgeist, Peter Schenk, Reinhard Kramer, Rene Stenzel, Axel Urbanke, Βύρωνα Τεζαψίδη και Πλάτωνα Αλεξιάδη. Η έρευνα πεδίου και τα αποτελέσματά της, τα οποία οδήγησαν στην επιβεβαίωση των θέσεων για την ταυτότητα, την ιστορία και την βύθιση του U-133. Τέλος θέλω να ευχαριστήσω, ιδιαίτερα, τον Στάθη και Κώστα Μπαραμάτη, για την προθυμία τους να συνδράμουν στο κομμάτι της έρευνας που αφορά την ιστορία του ναυαγίου μετά την ανακάλυψη του το 1986, τον Αριστοτέλη Ζερβούδη, ο οποίος μου παραχώρησε στοιχεία από το αρχείο του, πρωτίστως για τον γερμανό πολεμικό ανταποκριτή Werner Hartmann, καθώς και τον Λούη Πανάγο ο οποίος πρόθυμα βοήθησε στην έρευνα αυτή προσφέροντας στοιχεία από το αρχείο του αείμνηστου πατέρα του Γιάννη Πανάγου.

Δημήτρης Γκαλών.

Παρατηρήσεις ναυαγίου.

Το κυρίως σώμα του ναυαγίου στέκεται σε όρθια θέση στο βυθό στον άξονα βορά- νότο, έχοντας αριστερή κλίση 30 -40 μοιρών. Η πλώρη βρίσκεται κάτω απο το πρυμναίο κομμάτι του ναυαγίου σχηματίζοντας ορθή γωνία σε άξονα ανατολη-δύση.Το μέγιστο βάθος είναι  78 μέτρα (προπέλες), ανατολικά το βάθος αυξάνεται ενώ δυτικά   μειώνεται. Ο πυργίσκος βρίσκεται σε βάθος  67 μέτρα, ενώ το σώμα του ναυαγίου στα  75 μέτρα. Γύρω απο το ναυάγιο υπάρχουν φιάλες πεπιεσμένου αέρα, πιθανόν για τις τότε ανάγκες του υποβρυχίου. Το κανόνι των 88 χιλ. παραμένει στη θέση του, γύρω από αυτό όμως η φύση σύνθεσε τα δικά της χρώματα καλύπτοντάς το με πολύχρωμα σφουγγάρια και άλλους βενθικούς  οργανισμούς.