Ναυάγιο S/S CARNATIC
Το επιβατηγό ατμόπλοιο Carnatic κατασκευάστηκε από την εταιρεία Samuda Bros του Λονδίνου και κατηγοριοποιήθηκε ως ένα «σιδερένιο επιβατηγό ατμόπλοιο 1776 τόνων». Οι διαστάσεις του ήταν 89,8 μέτρα επί 11,6 μέτρα, με βύθισμα 7,8 μέτρα. Εκτός από τα τετράγωνα πανιά του, το πλοίο κινούνταν με μια τετρακύλινδρη μηχανή διπλής εκτόνωσης, δύναμης 2442 hp, κατασκευασμένη επίσης στο Λονδίνο από την Humphrys και Tennant. Το Carnatic ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 1862 και καταχωρήθηκε από την P&O (παρόλο που αυτή η συντομογραφία δεν χρησιμοποιούνταν εκείνη την περίοδο) το Μάρτιο του 1863. Στις 27 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς έφυγε για την Καλκούτα και έκτοτε βρισκόταν κάπου μεταξύ του Σουέζ, της Βομβάης και της Κίνας. Το 1867, το Carnatic πέρασε στις διαταγές του P.B Jones, ενός από τους πιο ικανούς αξιωματούχους της εταιρείας.
Το Σεπτέμβριο του 1869, η Διώρυγα του Σουέζ ήταν σχεδόν έτοιμη και θα άνοιγε σε τρεις μήνες. Ωστόσο, μέχρι τότε οι επιβάτες και τα φορτηγά πήγαιναν στην Αλεξάνδρεια από όπου και διέσχιζαν 200 μίλια μέχρι το Σουέζ πριν να επιβιβαστούν σε άλλο πλοίο και ξεκινήσουν το ταξίδι τους. Με αυτό τον τρόπο, απέφευγαν την μακρινή και πολύ επικίνδυνη διαδρομή γύρω από το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας.Κατά τη διάρκεια της δεύτερης εβδομάδας του Σεπτεμβρίου, ο καπετάνιος Jones επέβλεπε την άφιξη των επιβατών και τη φόρτωση και τακτοποίηση του φορτίου άλλου ταξιδιού. Τμήμα αυτού του φορτίου ήταν ιδιαίτερα πολύτιμο και έπρεπε να είναι σίγουρος ότι κάθε κομμάτι ήταν σωστά ελεγμένο και ασφαλές. Συνολικά, ήταν υπεύθυνος για 34 επιβάτες, 176 μέλη του πληρώματος και για ένα φορτίο με βαμβάκι, υφάσματα και 40.000 λίρες, που προορίζονταν για το Indian Mint.
Την Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 1869 στις 10.00am, ο καπετάνιος Jones διέταξε να λυθεί ο εξοπλισμός πρόσδεσης και να σαλπάρουν για την Βομβάη. Ήταν ένα ελαφρύ πλοίο και, παρά τα υπόλοιπα υβριδικά πλοία, ιστιοφόρα και ατμόπλοια, της εποχής, το Carnatic ανταποκρινόταν σωστά και στα δυο είδη κίνησης, ενώ είχε ένα παραπάνω πλεονέκτημα όταν τα άλλα πλοία ηρεμούσαν. Ο καπετάνιος Jones γνώριζε προσωπικά τα μακρά, στενά σύνορα του επικίνδυνου κόλπου του Σουέζ και παρέμεινε στη γέφυρα για να δώσει όλη του την προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια ώστε η πλεύση του πλοίου να είναι ασφαλής.
Ο καπετάνιος Jones, επειδή δεν εμπιστευόταν απόλυτα τους υφιστάμενους αξιωματικούς του, παρέμεινε στη γέφυρα, προσπαθώντας να καταπολεμήσει την κούραση και την υπνηλία πίνοντας πολλούς καφέδες. Έχοντας μια σταθερή ταχύτητα 11 ναυτικών κόμβων, το φως του Ασράφι φάνηκε κατά τις 11.40μμ και την ώρα που ανέλαβε βάρδια ο δεύτερος Αξιωματικός ακριβώς μετά τα μεσάνυχτα, ήταν ήδη 5-6 μίλια στην ανάποδη πορεία, ενώ δεν χρησιμοποιήθηκε το εφέδρανο.
Ο ουρανός ήταν καθαρός με ένα απαλό δροσερό αεράκι που ερχόταν από την ηπειρωτική χώρα, σύνηθες για την περιοχή φαινόμενο. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο ήταν ότι οι κορυφές της ηπειρωτικής χώρας όπως επίσης και τα νησιά από τα οποία περνούσε το Carnatic ήταν όλα ορατά. Στη 01.00πμ, ο δεύτερος αξιωματικός είδε ακριβώς μπροστά του το νησί Shadwan, ενώ ο πηδαλιούχος άλλαξε πορεία αρχικά στις 46° μοίρες και σταδιακά στις 51°.
Ωστόσο, δεκαοκτώ λεπτά αργότερα παρουσιάστηκαν ρήγματα στη δεξιά πλευρά της πλώρης. Το πηδάλιο στράφηκε όλο δεξιά και οι μηχανές μπήκαν σε ανάποδη πορεία, όμως ήταν ήδη πολύ αργά καθώς το Carnatic χτύπησε στον ύφαλο Sha΄ab Abu Nuhas.
Ο Jones ήταν πιο πολύ απασχολημένος στο να ελέγξει σε τι κατάσταση βρισκόταν το πλοίο και ήταν αρκετά ικανοποιημένος μιας που οι αντλίες μπορούσαν να μαζέψουν το νερό που έμπαινε μέσα. Έχοντας πάνω από όλα στο νου του την ασφάλεια των επιβατών και του πληρώματος, αποφάσισε να παραμείνουν όλοι μέσα στο πλοίο. Τα ξημερώματα της 13ης Σεπτεμβρίου, ο Jones εκτίμησε για ακόμη μια φορά την κατάσταση: το πλοίο είχε σφηνώσει σε έναν κοραλλιογενή ύφαλο και, παρά την εισροή υδάτων, το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση και οι αντλίες μάζευαν ακόμη τα νερά. Τότε ο Jones διέταξε να πετάξουν από το πλοίο μια μεγάλη ποσότητα βαμβάκι, έχοντας την ελπίδα ότι έτσι το πλοίο θα επιπλέει. Οι επιβάτες δεν ήταν πανικοβλημένοι, παρόλο που κάποιοι ζήτησαν άδεια να πάνε στο νησί Shadwan, κάτι που ο Jones αρνήθηκε να κάνει. Άλλωστε, γνώριζε πολύ καλά τους κινδύνους που ελλόχευαν από τη μεταφορά 210 επιβατών σε ένα απομονωμένο νησί στην άλλη άκρη ενός κοραλλιογενούς υφάλου με μικρές βάρκες και τις στερήσεις που θα έπρεπε να υποστούν μέχρι την διάσωσή τους. Μέχρι εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον το πλοίο του ήταν σχετικά ασφαλές και άνετο. Επίσης γνώριζε ότι το P & O Liner της Σουμάτρα θα περνούσε από εκεί ανά πάσα στιγμή, εισερχόμενο στο Σουέζ και περίμενε ότι θα σώζονταν αργότερα εκείνη τη μέρα. Στο πλοίο, το γεύμα το σέρβιραν κανονικά, ενώ οι επιβάτες κάθε τόσο έλεγχαν την πιθανή άφιξη κάποιου πλοίου. Όμως, κανένα πλοίο δεν έφτασε και έτσι ακόμη μια ομάδα επιβατών πλησίασε τον καπετάνιο για να του ζητήσει να μεταφερθούν στο νησί Shadwan χρησιμοποιώντας τις σωσίβιες λέμβους. Εκείνος όμως και πάλι αρνήθηκε. Υποτιμώντας παντελώς το γεγονός ότι ένας κοραλλιογενής ύφαλος θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλες ζημιές σε ένα ατσάλινο πλοίο, ο Jones αποφάσισε να περάσουν όλοι ακόμη μια νύχτα μέσα σε αυτό. Αποδεχόμενοι τη θέση και την εξουσία του, κάποιοι από τους επιβάτες ντύθηκαν κατάλληλα για το δείπνο ενώ οι σερβιτόροι προσέφεραν ποτά πριν ξεκινήσουν ένα μεγαλοπρεπές γεύμα, που για κάποιους έμελλε να είναι και το τελευταίο τους. Καθώς το Carnatic συνέχιζε να παραμένει σφηνωμένο στην κορυφή του υφάλου, η εισροή υδάτων άρχισε να χειροτερεύει. Ωστόσο, αυτό που δεν έγινε αντιληπτό ήταν το ότι όλη αυτή η αργή, μη αναστρέψιμη διαδικασία «εξασθενούσε» την καρίνα του πλοίου η οποία βυθιζόταν όλο και περισσότερο στην ήσυχη θάλασσα. Ήταν πλέον θέμα χρόνου.Στις 02.00 πμ της 14ης Σεπτεμβρίου, το επίπεδο του νερού που έμπαινε μέσα στο πλοίο τελικά πλημμύρισε τις γεννήτριες και έτσι κόπηκε το ρεύμα, γεγονός που έκανε ακόμη περισσότερους επιβάτες να θέλουν να φύγουν. Ωστόσο, ο Jones είχε εναποθέσει όλες του τις ελπίδες στην έγκαιρη άφιξη του Σουμάτρα. Όταν ξημέρωσε, όμως, το επίπεδο του νερού είχε αρχίσει να αυξάνεται και να πλημμυρίζει γρήγορα το πλοίο. Τελικά, έχοντας συνειδητοποιήσει πλέον ότι το πλοίο ήταν χαμένο, ο Jones διέταξε να ετοιμαστούν οι σωσίβιες λέμβοι.
Στις 11.00πμ επέτρεψε στους πρώτους επιβάτες να αποβιβαστούν. Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή ήταν πολύ αργά για μερικούς από αυτούς. Τηρώντας την παράδοση που ήθελε τις γυναίκες και τα παιδιά να βγαίνουν πρώτα, όταν τρεις κυρίες και ένα παιδί κάθισαν σε μια από τις σωσίβιες λέμβους, το Carnatic ξαφνικά κόπηκε στη μέση. Φαίνεται πως 34 ώρες στην κορυφή ενός υφάλου ήταν υπερβολικά πολλές για αυτό το γενναίο πλοίο. Με κομμένο το πίσω μέρος, η πλευρά της πρύμνης βυθίστηκε γρήγορα, παρασύροντας μαζί της 5 επιβάτες και 26 μέλη πληρώματος. Ξαφνικά και όντας πολύ πιο ελαφρύ το πλοίο, η μπροστινή πλευρά του γλίστρησε από τον ύφαλο, παρασύροντας μέσα στη θάλασσα όλους όσους βρίσκονταν εκεί. Ενώ, όλοι οι επιβάτες και το πλήρωμα πάλευαν για τη ζωή τους ανάμεσα σε κατάρτια, δοκάρια και σε όλα τα υπόλοιπα συντρίμμια, ξαφνικά παρασύρθηκαν όλοι από το παλιρροϊκό κύμα που δημιουργήθηκε από την βυθιζόμενη πλώρη. Καθώς οι σωσίβιες λέμβοι επέπλεαν, υπήρξαν πολλές στιγμές γενναιότητας και δύναμης καθώς οι άνθρωποι παραμέρισαν το αξίωμα που μπορεί να είχαν και δούλεψαν όλοι μαζί για τον κοινό σκοπό τους που ήταν η σωτηρία η δική τους και των συνανθρώπων τους. Ένας-ένας οι επιζήσαντες αρχικά σιγουρεύονταν ότι είναι ασφαλείς και έπειτα πήγαιναν στο σημείο όπου είχαν συγκεντρωθεί όλες οι σωσίβιες λέμβοι στα ρηχά νερά του υφάλου. Έπειτα ήταν θέμα χρόνου να μαζέψουν οτιδήποτε μπορεί να χρειάζονταν και, αφού έριξαν μια τελευταία ματιά για άλλους επιζήσαντες, ήταν έτοιμοι να φύγουν.
Πηγή:Διαδύκτιο